Σελίδες

Sunday, 28 November 2010

ΑΡΧΑΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΕΛΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

ένα ταξίδι: αγιασμένα χώματα







Ο όρμος των Μαρτύρων στο νησί της Αϊόνα και στο βάθος το μοναστήρι του αγίου Κολούμπα

Ο όρμος των Μαρτύρων στο νησί της Αϊόνα και στο βάθος το μοναστήρι του αγίου Κολούμπα

θαλασσοπόροι ιεραπόστολοι σε αναζήτηση της συνάντησης με τον Θεό και με τον κόσμο…


Ο άγιος Κολούμπα


Ο άγιος Κολούμπα


Το 563 μ.Χ. αποβιβάζεται στο νησί της Αϊόνα (απέναντι από τη δυτική ακτή της Σκωτίας) ο Ιρλανδός μοναχός άγιος Κολούμπα και αφιερώνεται στο ιεραποστολικό έργο. Ο Κολούμπα και οι συνασκητές του έφτιαξαν μοναστήρι το οποίο αναδείχτηκε σε ένα από τα σπουδαιότερα χριστιανικά κέντρα από τον 6ο ως και τον 8ο αιώνα. Η μονή του αγ. Κολούμπα σύντομα αναδείχτηκε ως το κυριώτερο ορμητήριο ιεραποστόλων μοναχών, οι οποίοι πραγματοποίησαν μια αληθινή ευαγγελική εποποιία, αρχικά δρώντας ανάμεσα στους Πίκτους της βόρειας Σκωτίας και στη συνέχεια διατρέχοντας τη Βρετανία, περνώντας στην Ευρώπη, φθάνοντας μέχρι τη Γερμανία και τη Ρωσία.


Το κοιμητήριο & το παρεκκλησιο του αγ. Όραν (ένας από τους συνασκητές του αγ. Κολούμπα και ο πρώτος που θάφτηκε εκεί).

Το κοιμητήριο & το παρεκκλησιο του αγ. Όραν (ένας από τους συνασκητές του αγ. Κολούμπα και ο πρώτος που θάφτηκε εκεί).

Η Κελτική Εκκλησία βλάστησε στις Βρετανικές Νήσους από τον Β΄ αιώνα, ανέπτυξε ενδιαφέρουσα γηγενή φυσιογνωμία (στην πνευματικότητα, στην τέχνη, στην εκκλησιαστική οργάνωση) και έφερε πνευματικές επιδράσεις από την Ανατολική Εκκλησία (Βυζάντιο).


Παναγία Βρεφοκρατούσα, λεπτομέρεια από το Κέλτικο Ευαγγέλιο (Book of Kells, 9ος αιώνας)

Παναγία Βρεφοκρατούσα, λεπτομέρεια από το Κέλτικο Ευαγγέλιο (Book of Kells, 9ος αιώνας)


Ενδεικτικό της παράδοσης της Κελτικής Εκκλησίας είναι ότι όταν η επιρροή της Εκκλησίας της Ρώμης εντάθηκε στη Βρετανία, οι ηγέτες της Κέλτικης Εκκλησίας εξεπλάγησαν με τη ρωμαϊκή αξίωση για ομοιομορφία στα λειτουργικά έθιμα των τοπικών Εκκλησιών. Η αντίδραση της Κελτικής Εκκλησίας κάμφθηκε βαθμιαία από τα μέσα του 7ου αιώνα, και ο κέλτικος πολιτισμός επλήγη και γενικότερα στο διάβα των αιώνων μέσα από μια δραματική πορεία θρησκευτικών και πολιτικών συγκρούσεων που κατέληξε στην επικράτηση του Πρεσβυτεριανικού Προτεσταντισμού στη Σκωτία και στην απεμπόληση της Ορθόδοξης κληρονομιάς.


Ο λόφος στον οποίο βρισκόταν το κελι του αγίου Κολούμπα

Ο λόφος στον οποίο βρισκόταν το κελι του αγίου Κολούμπα

Σήμερα οι Ορθόδοξοι ιερείς της Σκωτίας, συνεχιστές της παράδοσης των Κελτών μοναχών – ιεραποστόλων, ταξιδεύουν από άκρη σε άκρη της Σκωτίας για να μεταφέρουν το μήνυμα του Ευαγγελίου και να τελέσουν τη Θεία Λειτουργία. Οι αρχικά ολιγάριθμοι Ορθόδοξοι Σκώτοι γίνονται όλο και περισσότεροι, τιμούν ιδιαίτερα τους Κέλτες αγίους, και νιώθουν συνεχιστές της Κελτικής Εκκλησίας.


Η προφητεία του αγίου Κολούμπα

Η προφητεία του αγίου Κολούμπα


“Στην Αϊόνα της καρδιάς μου, στην Αϊόνα που αγαπώ,


αντί για τη φωνή των μοναχών


Θα ακούγεται το μούγκρισμα των κοπαδιών.


Μα πριν φθάσει το τέλος του κόσμου


η Αϊόνα θα ξαναγίνει όπως ήταν”



Πηγή:s t r o f i wordpress

Sunday, 21 November 2010

Ο Άγιος Πρωτομάρτυρας Άλμπαν (†304)

Ο Άγιος Πρωτομάρτυρας Άλμπαν (†304)


Ο Άγιος Πρωτομάρτυρας Άλμπαν (†304)

Ο ΆΓΙΟΣ ΆΛΜΠΑΝ ήταν ο πρώτος μάρτυρας στα Βρετανικά Νησιά˙ θανατώθηκε στο Verulamium (το σημερινό Saint Albans που πήρε το όνομά του από τον ίδιο), μάλλον κατά τη διάρκεια του διωγμού του αυτοκράτορα Διοκλητιανού το έτος 303 ή 304, παρόλο που κάποιοι λένε ότι πέθανε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σεπτίμιου Σεβήρου, γύρω στο 209.

Σύμφωνα με την ιστορία που διηγείται ο Άγιος Βέδας ο Σεβάσμιος, ο Άγιος Άλμπαν προστάτευε στο σπίτι του έναν ιερέα, που κρυβόταν από τους διώκτες του. Εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την καλοσύνη του φιλοξενούμενού του, που με μεγάλο ζήλο δέχτηκε το κήρυγμά του και έλαβε το Βάπτισμα. Σε λίγες μέρες μαθεύτηκε ότι ο ιερέας κρυβόταν στο σπίτι του Αγίου Άλμπαν και πήγαν στρατιώτες να τον συλλάβουν. Τότε ο Άγιος Άλμπαν φόρεσε τα ρούχα του ιερέα, παραδόθηκε στη θέση του και πήγε σε δίκη.

Ο δικαστής ρώτησε τον Άγιο Άλμπαν: «Από ποια οικογένεια είσαι;»

Ο άγιος απάντησε: «Αυτό είναι ένα θέμα που δεν σας αφορά. Θα ήθελα να ξέρετε ότι είμαι Χριστιανός».

Ο δικαστής επέμεινε και ο άγιος είπε: «Οι γονείς μου με ονόμασαν Άλμπαν και λατρεύω τον ζωντανό και αληθινό Θεό, τον δημιουργό των πάντων».

Έπειτα είπε ο δικαστής: «Εάν θέλεις να απολαύσεις την αιώνια ζωή, θυσίασε στους μεγάλους θεούς αμέσως!»

Ο άγιος απάντησε: «Εσείς θυσιάζετε στους δαίμονες, που δεν μπορούν να προσφέρουν καμιά βοήθεια και καμιά ανταπόκριση στις επιθυμίες της καρδιάς. Η ανταμοιβή τέτοιων θυσιών είναι η ατέρμονη τιμωρία της κόλασης».

Ο δικαστής θύμωσε που ξέφυγε ο ιερέας και απείλησε τον άγιο με θάνατο εάν επέμενε να αρνείται τους θεούς της Ρώμης. Αυτός απάντησε θαρραλέα ότι ήταν Χριστιανός, και δεν θα έκαιγε λιβάνι στους παγανιστικούς θεούς. Καταδικάστηκε να βασανιστεί και μετά να αποκεφαλιστεί.

Λέγεται ότι καθώς οδηγούνταν στο σημείο της εκτέλεσης (στο λόφο πάνω στον οποίο σήμερα βρίσκεται ο καθεδρικός ναός του Saint Albans), από τις προσευχές του μάρτυρα, το πλήθος που τον ακολουθούσε στον τόπο της εκτέλεσής μπόρεσε να διασχίσει αβρόχοις ποσί τον ποταμό Coln. Αυτό το θαύμα άγγιξε τόσο πολύ την καρδιά του δημίου που πέταξε κάτω το ξίφος του, έπεσε στα πόδια του Αγίου Άλμπαν, δηλώνοντας τον εαυτό του Χριστιανό, και ικέτευσε να υποφέρει είτε για αυτόν είτε με αυτόν. Ένας άλλος στρατιώτης άρπαξε το ξίφος και, κατά τα λόγια του Βέδα, «το κεφάλι του γενναίου μάρτυρα αποκόπηκε και έτσι αυτός πήρε το στέμμα της ζωής, την οποία ο Θεός υποσχέθηκε σ' αυτούς που Τον αγαπούν ».

Ένας πίδακας νερού ξεπήδησε από το σημείο της εκτέλεσης του μάρτυρα και, λέγεται ότι, τη στιγμή που το κεφάλι του αγίου έπεσε στο έδαφος, τα μάτια του δημίου του βγήκαν από τις κόγχές τους. Πριν από αυτό το θαύμα, ο διοικητής διέταξε να σταματήσει ο διωγμός των Χριστιανών και να αποδοθεί τιμή στους ένδοξους μάρτυρες του Χριστού. Από εκείνη τη στιγμή, πολλοί άρρωστοι άνθρωποι βρήκαν γιατρειά από τα αναρίθμητα θαύματα που έγιναν στον τάφο του Αγίου Άλμπαν, και η τιμή του εξαπλώθηκε σε όλη την Αγγλία όπως επίσης και στην Ευρώπη.

Στην περίοδο του διωγμού του Βασιλέως Henry VIII , ο οποίος κατέστρεψε τα Αγγλικά Μοναστήρια, η λάρνακα του Αγίου Αλβανού άδειασε [ή το λείψανό του χάθηκε]. Το 2002 ο ναός του Αγίου Παντελεήμονος Κολωνίας ο οποίος κατείχε από αιώνων λείψανα του Αγίου Αλβανού παρεχώρησε ένα μέρος των λειψάνων του Αγίου, τα οποία κατετέθησαν στον τόπο του μαρτυρίου του δηλαδή στο σημερινό Saint Albans.
Μετάφραση: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Η αγία Χίλντα, η πνευματική μητέρα της ορθόδοξης Αγγλίας

undefined
Η αγία Χίλντα, η πνευματική μητέρα της ορθόδοξης Αγγλίας
Η αγία Χίλντα ήταν στενή συγγενής του βασιλέα Έντουιν της Νορθουμβρίας, ενός από τα επτά βασίλεια στα οποία ήταν διαιρεμένη η Αγγλία τον 7° αιώνα, την εποχή που έβγαινε από την ειδωλολατρία. Είχε λάβει το άγιο Βάπτισμα χάρη στο κήρυγμα του αγίου Παυλίνου, ενός από τους ιεραποστόλους της Ρώμης, και για τριάντα χρόνια καλλιεργούσε τις ευαγγελικές αρετές στον κόσμο, μέχρι την ημέρα που ανταποκρινόμενη στην κλήση του Θεού έλαβε την απόφαση να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, την οικογένειά της και την πατρίδα της. Μετέβη στο βασίλειο της ανατολικής Αγγλίας, ο βασιλιάς της οποίας είχε νυμφευθεί την αδελφή της, με την πρόθεση να περάσει στη Γαλλία για να γίνει μοναχή στην περίφημη Μονή της Σελ, κοντά στο Παρίσι, ένα από τα μοναστήρια που εξαρτιόταν από τη Μονή του Λουξέιγ [άγιος Κολομβανός, 23 Νοεμ.], όπου πήγαιναν τότε και άλλες παρθένες ευγενικής σαξωνικής καταγωγής. Ο άγιος Αιντάν [+651, 31 Αυγ.] όμως, επίσκοπος της μοναστικής νήσου Λίντσφαρνε, το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής την εποχή εκείνη στα βρετανικά νησιά, την κάλεσε πίσω στη Νορθουμβρία και της παραχώρησε μια μικρή γαιοκτησία, όπου για ένα χρόνο άσκησε τον μοναχικό βίο επικεφαλής μιας μικρής ομάδας παρθένων. Αφού δοκιμάστηκαν έτσι γρήγορα τα τάλαντα της στην πνευματική καθοδήγηση, της ανατέθηκε η ηγουμενία μιας μεγάλης μοναχικής αδελφότητας στη Μονή του Χάρτλπουλ και εννέα χρόνια μετά, το 657, ίδρυσε τη Μονή του Χουίτμπυ.

Κατά τα τριάντα έτη της ηγουμενίας της στσ δύο τούτα μοναστήρια, η αγία Χίλντα επέδειξε μια αξιοθαύμαστη ικανότητα, όχι μόνον στη διεύθυνση των γυναικείων αδελφοτήτων της – τις όποιες οδηγούσε προς τον Θεό εξασφαλίζοντας με σοφία την τάξη και την αγάπη σε τέτοιο σημείο που λεγόταν ότι η Μονή του Χουίτμπυ ήταν η τέλεια εικόνα της Εκκλησίας των αποστολικών χρόνων, όπου πλούσιοι και φτωχοί είχαν τα πάντα κοινά και τους ένωνε η ίδια αγάπη – αλλά και στη διοίκηση ενός ανδρικού μοναστηρίου που ήταν προσαρτημένο στο Χουίτμπυ, όπως συνέβαινε την εποχή εκείνη, και το οποίο χάρη σε αυτήν έγινε πραγματικό κέντρο εκπαιδεύσεως πολλών ιεραποστόλων και αγίων επισκόπων.

Βασιλείς, πρίγκιπες των γειτονικών περιοχών, ο επίσκοπος Αιντάν καί όλος ο λαός προσέφευγαν στην αγία Χίλντα για να λάβουν τις συμβουλές και τις πνευματικές οδηγίες της. Θεωρούνταν ως η αληθινή πνευματική μητέρα της χώρας. Αφού για πολλά χρόνια οδήγησε έτσι πολλές ψυχές προς τον Κύριο, δοκιμάστηκε εν συνεχεία για έξι χρόνια από μια σκληρή αρρώστια, η οποία δεν τήν εμπόδισε ωστόσο να συνεχίσει την πνευματική της καθοδήγηση. Το έβδομο έτος αυτού του μαρτυρίου της, στις 17 Νοεμβρίου του 680, σε ηλικία 66 χρόνων, συγκέντρωσε τις πνευματικές θυγατέρες της, μετέδωσε σε αυτές τις τελευταίες της οδηγίες για αγάπη και παρέδωσε με χαρά την ψυχή της στον Κύριο. Μία άλλη αγία της εποχής, η αγία Μπέγκου, είδε τότε την ψυχή της να υψώνεται προς τον ουρανό.

Η αγία Χίλντα υπήρξε, με την αγία Έμπα του Κόλντινγκχαμ [25 Αυγ.], μία από τις μεγάλες μορφές του νέου εκείνου αγγλοσαξωνικού χριστιανισμού και προσφέρει ένα σπάνιο παράδειγμα μιας πνευματικής μητέρας που έλαβε από τον Θεό το χάρισμα να οδηγεί όχι μόνον μοναχές, αλλά και μοναχούς, ακόμη δε και επισκόπους· γιατί ουκ ένι άρσεν και θήλυ·πάντες γαρ υμείς είς εστε εν Χριστώ Ιησού (Γαλ. 3, 28).

Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος τρίτος – Νοέμβριος, σελ. 197-199)

The Archdiocese of Thyateira and Great Britain



by His Eminence Archbishop Gregorios of Thyateira & Great Britain



"I know your works - your love, faith, service, and patient endurance.


I know that your last works are greater than the first......


Only hold fast to what you have until I come" [Rev.2, 19 & 25 ]



These words, recorded in the Book of Revelation, were addressed to the angel (or bishop) of the Church of Thyateira by Christ, the "Son of God" [Rev 2, 18]. Thyateira was one of the Seven Churches in western Asia Minor to which messages were addressed, but the city in which this Church was to be found was probably the least significant.






The Martyrs of Thyateira. Wall painting at the Chapel of the ArchdioceseHowever, although it had no military impor-tance, it was prominent commercially (being on the post-road linking Italy, Greece and Asia Minor with Egypt) and was distinguished for the highly developestate of its guilds. It is recorded that bakers, potters, brass-workers, tanners, leather-cutters, wool and flax processors, clothiers and dyers each had their own organ-isation there. These guilds, which were rather like trades' unions, would have held both meetings and banquets; and it may be the resulting drunken revelry and consequent immorality that is referred to in part of Christ's message to the Church there [Rev. 2,20-23]. This would have affected the morality of the Chris-tian community; and, despite the fervour of their new-found faith, it is therefore likely that there was still a certain degree of secularism even among the Chris-tians there and that they were called upon to solve the problem of how to live in the world yet not be a part of it.




In passing and in this connection, it is worth remembering that the Acts of the Apostles mentions a certain Lydia, "from the city of Thyateira and a dealer in pur-ple cloth" [Acts 16, 14], who heard St. Paul preach in the Macedonian city of Philippi and who, as a result, was baptised together with her household. The Church today honours her as the first known European Christian.



From the Book of Revelation, it is clear that there was an established Church in Thyateira as early as the first century. In the third, Carpus Bishop of Thyateira, Papylus his deacon, and Agathodorus and Agathonike were arrested in the city and taken to Pergamon where, "after many illustrious testimonies given by them", they received the crown of martyrdom (with the Church commemorating them on 13th October). Later, during the long years of the Christian era, this Apostolic See was served by many distinguished hierarchs; and bishops of Thyateira are recorded as having participated in the First, Third and Fourth Oecumenical Councils, while its bishop was represented at the Seventh. However, after the thirteenth century, Christianity in Thyateira passed through many vicissitudes. Yet, from the end of the eighteenth century Christians are once more recorded as being present in Thyateira (by now renamed Akhisar) - only to be uprooted again in 1922. We here in this country, as members of the Archdiocese of Thyateira and Great Britain, are these Christians' spiritual successors; and there can be no doubt that, like the first Christians of Thyateira, we are called upon to confront the same question of secularism and how to come to terms with being in the world and yet not being a part of it, and of giving our Christian witness effectively and convincingly.



It was to assist in this that our Mother Church, the Oecumenical Patriarchate, established a diocese for Central and Western Europe in 1922, giving it the title (then in abeyance) of the Apostolic Church of Thyateira. As first Archbishop, it elected Metropolitan Germanos (Strinopoulos, previously metropolitan of Seleucia), who had earlier been principal of the Theological School of Halki. It was an inspired choice, and his pastorate lasted for almost thirty years (1922-1951), during which time he became widely-known as a leading representative of Orthodoxy.



All Saints of British IslesHe came to a country which had had a long and eminent Christian history before the organised Church in these Islands followed the western Patriarchate into schism and heresy in the eleventh century. According to the compilers of the Synaxarion, three members of the Apostolic Church had been responsible for preaching the Gospel here - St. Peter who, after visiting Milan, had "passed over to the island of Britain, now called England, (where) he spent many years and turned many erring Gentiles to faith in Christ"; St. Aristobulus (brother of St. Barnabas), who is called the Apostle of Britain and who was its first bishop; and St. Simon the Canaanite and Zealot. In these Islands, the Celtic Church had shone forth - especially during the glorious period known as the "Age of Saints" when its missionaries preached throughout much of Europe, becoming 'Equals to the Apostles'. In addition, Ireland had been a place of refuge for monks fleeing from iconoclastic persecution; and, later, it was to be referred to as "the New Thebais" on account of the number of its monasteries. St. Gregory the Great, pope of Rome (who some years earlier had been resident in Constantinople), sent St. Augustine to preach the Gospel in England at the end of the sixth century - traditionally after having spoken to fair-skinned and flaxen-haired young men in Rome's slave market and having learnt that they were pagans. Tradition states that, with reference to their origin, he remarked how they were not Angles but an- gels ("Non Angli sed angeli") and should be co-heirs with the angels in heaven. One of the most significant churchmen of the first millennium to be active in this country was a Greek from Asia Minor, namely St. Theodore from Tarsus who, as archbishop of Canterbury between 669 and 690, reorganised the Church in Eng-land. Together with the African-born St. Adrian (who had accompanied him), he established a school at Canterbury where Latin and Greek were taught, together with Roman Law, biblical exegesis, music, rules of metre and computistics. The school (like that established earlier by St. Augustine) soon acquired an interna- tional reputation and attracted students from Europe and Ireland. Metropolitan Germanos was therefore heir to all these significant events and traditions.




He was, in addition, heir to attempts by Hellenes to establish places of wor- ship and education here. The former church of the Dormition of the Mother of God in Soho, founded in 1677, still stood. This had been built with contribution from (among others) the "Porphyrogenitos" James, Duke of York (later King James VII & II). However, a few years after its opening, it was closed partly on the insistence of Henry Compton, Anglican Bishop of London, who had forbidden the Greeks to have icons there and who had asked that they disowned various of their beliefs. When the Patriarch of Constantinople protested to the English Ambassador to the Sublime Porte, the latter replied that it was just as bad to have Romish beliefs professed in Greek as in Latin (!). The church was then handed over to the Huguenots, although it subsequently became an Anglican church under the title of St. Mary. The foundation stone of this building was rescued when it was demolished in 1932 and is now to be found in the narthex of the Cathedral of the Divine Wisdom in Bayswater. It was also in 1677 that the idea of a Greek College in Oxford was mooted. This was to become a reality in 1698, but it functioned only until 1705.




Other attempts were made to set up communities and places of worship and the Imperial Russian Embassy chapel was also used. However, as far as is known, the next permanent place of worship was established in a Greek commer- cial office in London's Finsbury Circus, with a priest being sent from Greece to serve it. By 1849, the church had become too small and another was built in Lon-don Wall to replace it. In the meantime, a chapel had been opened in Manchester - although this was soon replaced by the church of the Annunciation, which is still in use today and which (in 2010) celebrated its 150th anniversary.



An important page in the history of Orthodoxy in this country was turned when an Englishman, Stephen Georgeson Hatherly, was ordained priest in Constantinople in about 1870, being given the name Timothy. Returning to England, he opened a chapel in Waterloo Road, Wolverhampton in 1873, dedicated to the Prophet Elias (with the registration being cancelled in 1876). In the same year, he inaugurated a Greek Seamen's Mission in Cardiff, where a permanent church, dedicated to St. Nicholas of Myra, was built in the Byzantine style early in the next century (1905).



By now (1865), Liverpool had also acquired its own church - also in the Byzantine style (and also dedicated to St. Nicholas); and, in London, John Olrid Scott (a son of Sir Giles Gilbert Scott) was invited to design a church (again in the Byzantine style) for those Greeks who had moved away from the City to the healthier and more fashionable area of Hyde Park. The foundations of the church of the Divine Wisdom were laid in 1877 and the first Divine Liturgy was offered there on the Sunday of Pentecost (1st June) 1879. It was consecrated a few years later, in 1882. It is this building, which has subsequently been beautifully adorned with icons and mosaics, that has served as the Diocese's cathedral since 1922.



During Metropolitan Germanos' pastorate, Communities were established in Birmingham (1939), Glasgow (1944), Camden Town, London (1948), and Bristol (1951; but where, in the previous century, Father Timothy-Stephen Hatherley had been involved in another Seamen's Mission).



By the time of the death of the second Archbishop of Thyateira, Archbishop Athenagoras I (Kavvadas) [1951-1962], the diocese had grown to an almost un-manageable size. During the course of his pastorate, he had been assisted by a total of five assistant bishops - Meletios (later Metropolitan of France), Iakovos (later Archbishop of North and South America), Chrysostomos (later Metropolitan of Austria), Iakovos (Virvos, of Apameia, subsequently titular Metropolitan of Christoupolis, and known for his and his sister's work during the London bomb-ings) and Juri (titular Bishop of Ravenna for the Estonians Abroad). In addition, Bishop Matthew of Wilno of the Autocephalous Polish Orthodox Church was in- cardinated into the diocese (some years later being given the title of Bishop of Aspendos), at the same time remaining responsible for those Polish Orthodox Christians outside their homeland and their Communities. During the Arch- bishop's pastorate, new Communities were founded in Kentish Town (1957) and Camberwell (1962).



Following the repose of Archbishop Athenagoras I, the Mother Church ap-pointed Bishop Iakovos (Virvos) as locum-tenens of the diocese, which had now been reduced in size through the establishment of dioceses in France, Austria and Germany. It was to this diocese - now renamed as that of Thyateira and Great Britain - that Archbishop Athenagoras II (Kokkinakis) was appointed at the end of 1963 (although he was not enthroned until February 1964) - initially with the title of Metropolitan but, from 1968, as Archbishop. Like his predecessor, he had served as Dean of the Holy Cross Theological School in Boston (U.S.A.) and he was already well-known in religious circles as having been the Orthodox prelate who had been deputed to arrange the meeting of the Roman Pope Paul VI and the Oecumenical Patriarch Athenagoras I in the Holy Land at the begin- ning of 1964. He was later to receive Patriarch Athenagoras during the historic first visit by an Oecumenical Patriarch to England (in 1967) and it was during this visit that (on the feast of St. John Chrysostom) His All-Holiness blessed the par- tially-completed chapel beside Thyateira House which, the following year, was consecrated by Metropolitan Meliton of Chalcedon (as representative of the Pa- triarch). It was during his pastorate that the diocese (again reduced in size, this time through the removal of Sweden, Norway and Iceland from its jurisdiction to be joined with Denmark to form a new diocese covering Scandinavia) experi- enced a very rapid growth - in part due to the influx of refugees into this country following the Turkish invasion of Cyprus; and a glance at this Archdiocesan Cal- endar and Year Book will give an indication of the number of parishes founded before his death in 1979. In addition, he established "The Orthodox Herald" as the official journal of the Archdiocese, called conferences of the Clergy and Laity that voted on the constitutions proposed for the Communities, Ladies' Auxiliary Societies, Greek Orthodox Charity Organisation, Central Education Council (KES) and Youth. During the course of his pastorate, he was assisted by a total of six bishops - Gregorios of Tropaeou, Chrysostomos of Kyanea, Christophoros of Telmissos and Timotheos of Miletoupolis (all of whom were specifically conse- crated for this diocese), in addition to Bishop Matthew and Metropolitan Iakovos (who within a few years retired to Greece, where he passed away in 1976).



Following Archbishop Athenagoras II's death in 1979, Metropolitan Methodios of Axum in Ethiopia was elected to succeed him. Unlike his predecessors, he had had prior experience of England, having worked here as a priest. During his pastorate, he was assisted by a total of nine bishops - Irenaeos of Patara, Kallis- tos of Diokleia (better known as Timothy Ware and who for many years was the Spalding Lecturer in Eastern Orthodox Studies at the University of Oxford and who is the author of a well-known book on the Orthodox Church) and Eleftherios of Nyssa (all consecrated for the needs of the diocese), in addition to the afore- mentioned Bishops Matthew (who passed away on 13th March 1985), Gregorios, Chrysostomos, Christophoros and Timotheos and Bishop Aristarchos of Zenoupolis (who was transferred from the Archdiocese of Australia in 1981). Archbishop Methodios later became Metropolitan of Pisidia and reposed in Athens on 5th July 2006.



Following Archbishop Methodios' departure from London in 1988, the Mother Church elected Bishop Gregorios of Tropaeou as Archbishop. So far during this pastorate, two assistant bishop have been consecrated - Athanasios of Tropaeou and Theodoritos of Nazianzos (who, however, returned to Greece in 2009) - and he continues to be assisted by Bishops Chrysostomos and Kallistos (who, in 2007, was raised to the rank of titular metropolitan). Sadly, Bishops Timotheos, Aristarchos, Christophoros and Irenaeos had to retire on account of ill-health. The first-named reposed in Athens in 1999 and the second reposed in the same city in 2002. Bishop Christophoros passed away in London early in 2003 and Bishop Irenaeos reposed in Athens at the end of 2009.



In 2005, the Archdiocese was again reduced in size with the Maltese Islands being transferred to the Metropolis of Italy. The number of parishes continues to grow and the Archdiocese now embraces 115 churches, communities and monasteries, with new communities in the process of being created to meet the needs of the Faithful. The majority of parishes possess their own places of worship, even if only a few of the churches have been purpose-built for Orthodox worship. However, due to the magnanimity of the Church of England and the Catholic Apostolic Church in particular, the Communities have been able to acquire suitable premises not only for places of worship but for schools and community centres - and this has invariably also involved great sacrifices and generosity on the part of the Faithful.



As is well-known, the Archdiocese places especial emphasis on education. It was involved in the establishment of the Hellenic College of London in Knights- bridge (which had an envious academic record but which has now closed); and at the beginning of September 2000 it inaugurated the first Orthodox Primary Day School in England - under the title of "St. Cyprian's" - and which is situated in Thornton Heath in the London Borough of Croydon. In addition, it supports the activities of the Greek School of London (that operates under the auspices of the Hellenic Embassy). Further to this, it operates Greek Evening and Saturday Schools in almost all of its well-established Communities (as well as in some oth- ers); and some, such as those of the Community of St. Andrew in Kentish Town and the Cathedral in Birmingham, possess their own fine purpose-built buildings. In addition, it encourages the work of other existing Greek schools that operate independently of the Archdiocese. Furthermore, all the Greek Schools hold spe- cial celebrations to honour the Three Hierarchs (Ss. Basil the Great, Gregory the Theologian and John Chrysostom); and the Archdiocese organises an annual celebration of Greek and Christian Letters to coincide with the Hierarchs' liturgical commemoration on 30th January. There are officially accredited chaplains at a number of British Universities. The Archdiocesan Seminary has already opened its doors and this will assist immeasurably in fostering vocations to the priesthood and in producing educated clergy and laity to assist the Church in its mission. Furthermore, there is a flourishing School of Byzantine Music, based in Wood Green, which is training future cantors for our Church.



In order to disseminate the teaching of the Orthodox Church (and in addition to The Orthodox Herald), the Archdiocese publishes a weekly leaflet which contains the text of the Sunday Gospel and Epistle passages and a sermon; and it has recently been involved in the publication of The Divine Liturgy of our Father among the Saints John Chrysostom (1995 and which is in the process of being reprinted) and An Orthodox Prayerbook (first printed in 1999 and reprinted in 2007). All these publications are bi-lingual, being in Greek and English. The annual Calendar and Year Book of the Archdiocese (now in its 85th year and, since 1998, produced in two formats) has become a recognised and authoritative handbook for Orthodox and others in these Islands. In addition, there is a weekly religious programme (broadcast on Monday evenings on London Greek Radio - LGR). Furthermore, there are clergy who also broadcast on this same station at other times or on cable television; while others, together with members of their parishes, produce regular magazines, bulletins and other publications.



The Archdiocese, following the commands of Christ, is active in charitable works and its main organ for this is the Greek Orthodox Charity Organisation. In addition, there are organised Ladies' Auxiliary Societies in almost all those parishes that meet regularly (as well as in some of the others). Clergy and laity of the Archdiocese regularly visit local hospitals and prisons.



There are organisations of Orthodox Youth (under various nomenclatures) in many of the parishes, and their work is co-ordinated in part by an annual Conference. There is an annual Archdiocesan Youth Camp, which from 2008 has been held on the Archdiocese's permanent campsite at Church Stretton (in Shropshire); and the parish of St. John of Kronstadt in Bath has in the past organised a very successful camp for younger children at Donhead St. Mary in Wiltshire.


The Archdiocese, which now covers the United Kingdom and the Irish Repub- lic, is multi-national and, therefore, multi-linguistic. Although the majority of parishes use at least some Greek in their worship, most use English (to a greater or lesser extent), while others use Latvian or Slavonic, and a little Irish is used on occasions in Ireland. Welsh and other languages have also been used in the past. From the point of view of statistics, of the 123 present members of the clergy of the Archdiocese, 37 - or just under one third - are not from a native Greek-speaking background.



It is extremely difficult to estimate the total number of Faithful belonging to the Archdiocese. However, a recently-published estimate of 600,000 is certainly over-generous; but it is significant that - according to a recent survey - the Ortho- dox Church is one of only two Churches (and the only episcopal one) whose membership in this country is increasing.



There are at present seven churches bearing the title of Cathedral in London as well as one in Birmingham and another in Scotland. In addition to these, there are eighty-eight churches and other places where worship is regularly offered, eighteen places (including University Chaplaincies) where the Divine Liturgy is celebrated on a less-regular basis, five chapels (including that of the Archdio- cese), a monastery and a hermitage. In addition, there is the world-famous Monastery of St. John the Baptist in Essex, which depends directly on the Oecumenical Patriachate and whose Founder was the saintly Archimandrite Sophrony, a pupil of St. Silouan of the Holy Mountain.



It was St. Arsenios of Cappadocia (1840-1924) who prophesised that "The Church in the British Isles will only begin to truly grow again when it begins to ven- erate once more its own saints". In this respect, there is a growing devotion among all Orthodox Christians to the saints of these Islands - both those of the first millennium and those, such as the Grand Duchess St. Elizabeth (a grand- daughter of Queen Victoria and a great-aunt of Prince Philip) and St. John Max- imovich, who have been associated with them in the recent past. The memory of Brother Lazaros, killed (some would say, martyred) within the Cathedral at Cam- berwell, remains vivid; and it was in a London hospital that the saintly Metropol- itan Nikolaos of Halkis reposed in 1975. In this respect, it is encouraging that the Patriarchate of Moscow has recently "blessed the institution of the Synaxis of All Saints who have shone forth in the lands of Britain and Ireland' and appointed the third Sunday after Pentecost as the day on which they are to be commemorated.



However, before bringing this overview of the Archdiocese to a close, it would be wrong not to mention our brothers and sisters in the Faith who belong to other jurisdictions in these Islands. Indeed, for the better organisation and promotion of Orthodoxy in these Islands, the year 2010 saw the establishment of the Assembly of Orthodox Bishops with Jurisdiction in the British Isles, which will meet twice yearly. In addition to the Archdiocese of Thyateira and Great Britain, our Mother Church has a Ukrainian diocese here under Bishop Ioan of Parnassos (who resides in Belgium) and there is a deanery of the Patriarchate's Archdiocese of Orthodox Parishes of Russian Tradition in Western Europe (which has its see in Paris). In addition, we are in full eucharistic communion with the historic Autocephalous Orthodox Patriarchates and Archbishoprics. In these Islands, the Patriarchate of Antioch has a Cathedral near the Regent's Park, as well as a British Deanery, and is under the care of Metropolitan John of Western and Central Europe; the Patriarchate of Moscow's Diocese of Sourozh covers Great Britain and Ireland and is under the care of Bishop Elisey; the Russian Orthodox Church Outside Russia (which is in full canonical and eucharist communion with the Moscow Patriarchate), whose congregations in the British Isles are under the spiritual oversight of Archbishop Mark of Berlin, Germany and Great Britain; the diocese of Bishop Dositej of the Patriarchate of Serbia (and who resides in Sweden) covers Great Britain and Scandinavia, and there is an episcopal vicar (in the person of Father Milenko Zebic) resident in Birmingham; the Romanian Orthodox in this country come under the care of Archbishop Iossif of Western and Southern Europe; the Bulgarian Orthodox are under Metropolitan Simeon of Central and Western Europe; and the Georgian Orthodox are under Bishop Zenon of Dmanisi & Great Britain. In addition, mention must also be made of the Archdiocese's decision (taken in conjuction with the Leventis' Foundation) to fund the building and furnishing of the Church of St. Gregory the Theologian in Uga in Nigeria's Anambra State (within the Patriarchate of Alexandria's Diocese of Nigeria), as its contribution to the celebration of the 2000th anniversary of Christ's Incarnation.




This, then, is the present situation of Orthodoxy in the British Isles. From this description, it is possible to get a picture of the 'works' of the Archdiocese. God Alone knows the 'love, faith, and patient endurance' of its members and whether their 'last works are greater than the first' [cf. Rev, 2, 19]. Through its various ac- tivities, the Archdiocese tries in humility to cultivate the Christian message among the flock entrusted to its care by means of the Mysteries (or Sacraments) and other acts of worship of the Church, through prayer, fasting and the study of God's Word in Holy Scripture and the writings of the Fathers of the Church, through the practice of the Works of Mercy described by Christ [Matt. 25, 34-36], and by being a living witness to the truth of the message of the Resurrection and the Mercy of Christ. By following the Teaching of Christ, Who assures us that He is "the Way, the Truth and the Life" [John 14, 6], we shall avoid the tempting sirens of secularism, becoming thereby "blameless and innocent, children of God without blemish in the midst of a crooked and perverse generation, in which you shine like stars in the world" [Phil. 2, 15], being in the world and yet not part of it. Therefore, my dear brothers and sisters, "hold fast to what you have" and culti- vate it in Christ until such time as He comes [cf. Rev. 2, 25].

Ιστορία της Παροικίας της Μεγάλης Βρε-Η Ελληνική Ορθόδοξος Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, μια μητρόπολη του Οικουμενικού Πατριαρχείου .


Ελληνική Κοινότητα Λονδίνου - London's Greek Community

Jonathan Harris, Ph.D. - Μετάφραση Γ. Λαμπροπούλου


Η ελληνική παρουσία στο Λονδίνο μπορεί να φτάσει μέχρι τις αρχές του δέκατου πέμπτου αιώνα. Οι δύο αδελφοί, Aνδρόνικος και Aλέξιος Εφφομάτος, που περιγράφηκαν στα εναπομείναντα έγγραφα ως "Γρεκοί", καταγράφηκαν ώς κάτοικοι στην πόλη το έτος 1440. Ήταν από την Κωνσταντινούπολη, τώρα Ινσταμπούλ, η οποία έγινε έπειτα η πρωτεύουσα της ελληνόφωνης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από τo 1440, η Κωνσταντινούπολη ήταν κάτω από πολιορκία και μόνο δέκα τρία έτη αργότερα, τον Μάιο του 1453, καταλήφθηκε από τους στρατούς των οθωμανών Τούρκων. Είναι επομένως πιθανό οι αδελφοί Eφφομάτοι να είχαν έρθει μάλλον στο Λονδίνο να επιδιώξουν μια ασφαλέστερη ζωή από αυτή που θα μπορούσε να προσφερθεί από τη δικη τους γενέτειρα πόλη.


Το 1445, ο βασιλιάς της Αγγλίας, Ερρίκος ο 6ος (1421-1471), χορήγησε την άδεια στους αδελφούς να παραμείνουν στο Λονδίνο και να ασκήσουν το εμπόριο του να σχεδιάζουν χρυσά καλώδια. Έκαναν έναν δαπανηρό τύπο νήματος στο οποίο οι λεπτές ίνες του χρυσού συνδυάστηκαν με το μετάξι, και χρησιμοποιήθηκε έπειτα στα ακριβά υφάσματα πολυτέλειας και στα ιερατικά άμφια, μια τέχνη για την οποία η Κωνσταντινούπολη ήταν διάσημη στο απόγειό της. Χάρη σε αυτήν την βασιλική επιχορήγηση, οι αδελφοί παρέμειναν στο Λονδίνο για πολλά έτη. Έζησαν πρώτα στην περιοχή Cripplegate, ένα μεγάλο μέρος της οποίας καλύπτεται τώρα από το κέντρο Barbican, και πιο πρόσφατα κινήθηκαν προς την Broad Street, σε αυτό που ήταν έπειτα η ιταλική παροικία του Λονδίνου. Ο Aνδρόνικοs,που ήταν ο μεγαλύτερος, πέθανε περίπου το 1472, αλλά ο Αλέξιος ήταν ακόμα εκεί το 1484, πάνω από σαράντα έτη μετά από την πρώτη άφιξή του.


Αυτό έθεσε το σχέδιο για την ελληνική εγκατάσταση κατά τη διάρκεια των επόμενων διακόσιων ετών. Μερικοί ήρθαν ως επισκέπτες για μια μικρή χρονική περίοδο. Περίπου το 1545, ο Nίκανδρος Nούκιος από την Κέρκυρα,πέρασε λιγο χρόνο στο Λονδίνο και άφησε έναν ενδιαφέροντα απολογισμό με τις εντυπώσεις του. Ο Nικόδημος Mεταξάς, ένας εκτυπωτής που ασχολήθηκε με το εμπόριο, δούλεψε στο Λονδίνο για ένα χρόνο στη δεκαετία του 1620. Μερικοί ήρθαν ως πρόσφυγες, με επιδίωξη ασύλου ή οικονομικής βοήθειας ως αποτέλεσμα των κακοτυχιών που υπέφεραν κάτω από την οθωμανική κυριαρχία. Ένας από αυτούς ήταν ο Γρηγόριος Aργυρόπουλος, ο ιδιοκτήτης ενός κτήματος κοντά σε Θεσσαλονίκη. Όταν ένας τουρκος στρατιώτης σκοτώθηκε κατά λάθος στη γη του Aργυρόπουλου, οι οθωμανικές αρχές τον θεώρησαν υπεύθυνο και τον ανάγκασαν να φύγει στο εξωτερικό με τελικό προσδιορισμό το Λονδίνο το 1633. Μια φιλανθρωπική συλλογή χρημάτων έγινε για αυτόν στις εκκλησίες του Λονδίνου, και του δώθηκαν 48 λίρες Αγγλίας προτού να αναχωρήσει το επόμενο έτος. Μερικά άτομα εγκαταστάθηκαν μόνιμα, όπως ένας ντόπιος από τη Ρόδο, ο Κωνσταντίνος Βενέτος, ο οποίος καταγράφηκε να ζει στο Clerkenwell μεταξύ του 1530 και του 1578. Αυτοί οι επισκέπτες, πρόσφυγες και περιστασιακοί κάτοικοι για μακρύ χρονικό διάστημα, δεν αποτέλεσαν, μέχρι τώρα, μια κοινότητα. Ήταν πολύ λίγοι, πάρα πολύ "θολοί" και πάρα πολύ μεταβατικοί, και προ πάντων στερήθηκαν το ένα πράγμα που θα τους είχε δώσει τη συνοχή και μια κοινή ταυτότητα: μια εκκλησία όπου θα μπορούσαν να ασκήσουν την ορθόδοξη πίστη τους.


Μέχρι τον πρόσφατο δέκατο έβδομο αιώνα, τα πράγματα είχαν αλλάξει κάπως. Διάφοροι Έλληνες κατέλαβαν τώρα προεξέχουσες θέσεις στη ζωή του Λονδίνου. Ο Κωνσταντίνος Ροδοκανάκης από τη Χίο είχε γίνει ένας από τους θεραπευτές του βασιλιά Καρόλου του Β' (1631 - 1685) (ΠΛ 1). Ο Γεώργιος Κωνσταντίνος από τη Σκόπελο είχε καθιερώσει το Ελληνικό καφενείο στην τοποθεσία Devereux, ακριβώς μετά το Strand, και θα μπορούσε να δει το Σερ Ισαάκ Νεύτωνα και άλλα μέλη της βασιλικής κοινωνίας μεταξύ της πελατείας του. Οι αριθμοί της είχαν αυξηθεί επίσης. Η επέκταση του υπερπόντιου εμπορίου της Μεγάλης Βρετανίας με το Levant έφερε πολλά περισσότερα εμπορικά σκάφη στο λιμένα του Λονδίνου και μερικά από αυτά είχαν πλήρωμα από Έλληνες. Ο χρόνος ήταν επομένως ο πλέον κατάλληλος για να πιέσει προς την καθιέρωση μιας ελληνικής εκκλησίας.



Ο θυρεός της οικογένειας Ροδοκανάκη


Το 1674, επομένως, ένας αριθμός Ελλήνων, που οδηγήθηκε από έναν ιερέα αποκαλούμενο Δανιήλ Βούλγαρη, υπέβαλε αίτηση στο Ιδιωτικό Συμβούλιο για την άδεια "να χτιστεί μια εκκλησία σε οποιοδήποτε μέρος της πόλης του Λονδίνου ή των ελεύθερων, εκεί, όπου μπορούν ελεύθερα να ασκήσουν τη θρησκεία τους σύμφωνα με την Ελληνική Εκκλησία". Αν και ο δέκατος έβδομος αιώνας ήταν μια περίοδος οξυμένης θρησκευτικής αδιαλλαξίας, η αίτηση λήφθηκε ευνοϊκά. Πολλά προτεσταντικά Συμβούλια της εκκλησίας της Αγγλίας κοίταξαν ευνοϊκά την Ορθόδοξία, επειδή ήταν σε διαφωνία με τον παπά στη Ρώμη, όπως και αυτοί. Συνεπώς, τον Ιανουάριο του 1675 η άδεια χορηγήθηκε και οι εργασίες άρχισαν τον Αύγουστο του 1677. Η κατευθυντήρια δύναμη πίσω από το πρόγραμμα ήταν ο Ιωσήφ Γεωργερίνης, Αρχιεπίσκοπος Σάμου, γεννημένος στο νησί της Μήλου. Ο Γεωργερίνης επέλεξε μια τοποθεσία στην άκρη της πόλης στο Soho, σε αυτό που είναι τώρα ακόμα γνωστό ως Greek Street, και η μικρή εκκλησία ολοκληρώθηκε μέχρι το 1681.


Δυστυχώς αυτή η πρώτη επιχείρηση δεν ήταν επιτυχημένη. Ο Γεωργερίνης, πιθανώς επειδή δεν γνώριζε την πόλη, είχε επιλέξει μια περιοχή μακριά από τις περιοχές όπου η πιθανή κοινότητα κατοικούσε στην πραγματικότητα, ενώ διάφορα σκάνδαλα ξέσπασαν σχετικά με τα κεφάλαια που συλλέχθηκαν για να χρηματοδοτήσουν το πρόγραμμα την έφεραν σε κάποια δυσφήμηση. Το 1682 οι Έλληνες πούλησαν την εκκλησία, η οποία αναλήφθηκε από μια κοινότητα γαλλικού Huguenots. Το κτήριο επέζησε έως το 1934, όταν τελικά κατεδαφίστηκε. Η επιγραφή, που τίμησε την μνήμη του ιδρύματός της το 1677, επέζησε, εντούτοις, και μπορεί ακόμα να φανεί στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας. Με την κατάρρευση αυτού του επιχειρήματος, οι Έλληνες του Λονδίνου προσκυνούσαν εφεξής στο ρωσικό ορθόδοξο παρεκκλησι, που ιδρύθηκε αρχικά ακριβώς πλάι στο Strand και που λειτούργησε αργότερα στις περιοχές στους κήπους του Burlington,στην οδό Great Portland, και τελικά στην οδό Welbeck. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του δέκατου όγδοου αιώνα, αυτό το παρεκκλησι λειτούργησε από τον αρχιμανδρίτη Γεννάδιο(πέθανε το 1737) από την Κύπρο, και από τον ανηψιό του Βαρθολομαίο Κασσανό (1697-1746).


Ένα αρχείο των γεννήσεων, των γάμων και των θανάτων κρατήθηκε στα ελληνικά, το οποίο υπήρχε μέσα στην κοινότητα.Ωστόσο αυτή η εκκλησία είχε επίσης τα προβλήματά της.Το μεγαλύτερο μέρος της εκκλησιαστικής κοινότητας, εκτός από τους εμπόρους που ερχόντουσαν για σύντομο χρονικό διάστημα για να κάνουν εμπόριο, ήταν φτωχοί ναυτικοί και artisans που είχαν λίγα χρήματα να διαθέσουν για τη συντήρηση της εκκλησίας. Κατά συνέπεια, από 1753 η περισσότερη μπογιά από το εικονοστάσιο είχε ξεφλουδίσει και ένας από τους ιερείς δήλωσε ότι ανέμεινε το κτήριο να πέσει κάτω από στιγμή σε στιγμή.


Κατά των πρώτων ετών του δέκατου έννατου αιώνα, εντούτοις, τα γεγονότα επρόκειτο να αλλάξουν ριζικά, κατά ένα μεγάλο μέρος ως αποτέλεσμα των γεγονότων μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία. Το 1821 οι Έλληνες επαναστάτησαν ενάντια στα τουρκικό ζυγό τους. Η οθωμανική κυβέρνηση απάντησε με αγριότητα, ελπίζοντας οτι θα τρομοκρατήσουν τον ελληνικό πληθυσμό και να τους υποτάξουν. Ανήμερα το Πάσχα του 1821,ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης και τρεις ελληνικοί Αρχιεπίσκοποι δολοφονήθηκαν, και το επόμενο έτος μια τουρκική δύναμη κατέβηκε στο νησί της Χίου, που είχε ενώσει την εξέγερση, και αδιακρίτως κατέσφαξαν ή υποδούλωσαν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού του. Αντιμέτωποι με τέτοιες πράξεις βαρβαρότητας, πολλοί από τους πλούσιους ¨Ελληνες εμπόρους της Κωνσταντινούπολης και της Χίου τράπηκαν σε φυγή στο εξωτερικό, και μερικοί από αυτούς βρήκαν τον δρόμο τους στο Λονδίνο (PL 2). Μεταξύ των πρώτων έφτασαν ήταν μέλη της Χιώτικης οικογένειας Ράλλη, οι οποίοι ίδρυσαν την εταιρία Ραλλη και Πετροκόχινου στην 25 Finsbury Circus στις αρχές της δεκαετίας του 1820. Το 1827 ο Αλέξανδρος Iονίδης (1810- 1890) έφθασε από Κωνσταντινούπολη και ίδρυσε την εταιρία Iονίδης και ¨Εταιροι. Αλλες οικογένειες έφθασαν στα έτη που ακολούθησαν, οι Aργέντοι, οι Αγέλαστοι, οι Σκυλίτση, οι Ροδοκανάχοι, οι Mαυροκορδάτοι και οι Σκαραμαγκά, για να ονομάσουμε μερικές, και, αρχικά, συγκέντρωσαν κυρίως τις επιχειρήσεις τους στην περιοχή Finsbury Circus και την περιβάλλουσα περιοχή. Ακμασαν στην εισαγωγή του σιταριού και του λινόσπορου από τη Βαλτική και την εξαγωγή των τελειωμένων κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και κατασκευασμένων αγαθών τα αγαθά προς το Levant.



Η θέση των ελληνικών εταιριών το 1839



Χρωματισμένη λιθογραφία, Finsbury Circus, 1830


Ετσι η ελληνική κοινότητα είχε μεταμορφωθεί από μια ασήμαντη μειονότητα σε μια εξαιρετικά πλούσια και επιδρούσα ομάδα. Είχε έναν αναγνωρισμένο ηγέτη τον Πανδία Ράλλη (1793-1865), ο οποίος, το 1835, διορίστηκε ως ο πρώτος ελληνικός πρόξενος στο Λονδίνο. Οι τακτικές συνεδριάσεις των κοινοτικών πρεσβύτερων καθιερώθηκαν για να αποφασίσουν για θέματα κοινής ανησυχίας και ενδιαφέροντος. Ήταν επομένως μόνο θέμα χρόνου προτού να ληφθούν μέτρα για να καθιερώσουν έναν ξεχωριστό ελληνορθόδοξο τόπο λατρείας. Το 1837. ένα παρεκκλησι που αφιερώθηκε στο λυτρωτή μας ιδρύθηκε σε ένα από τα σπίτια του Finsbury Circus(PL 3), και μοιραζόταν τις εγκαταστάσεις με την Ιονίδης και ¨Εταιροι, και έφεραν ένα αρχιμανδρίτη με το όνομα Διονύσιος Ξενάκης από τη Χίο για να λειτουργήσει.


Το παρεκκλησι στην πλατεία Finsbury, εντούτοις, ήταν μόνο μια προσωρινή λύση και το 1843 ο Πανδίας Ράλλης πρότεινε ότι πρέπει να χτιστεί μια εκκλησία για το συγκεκριμένο σκοπό, χρηματοδοτημένη από εθελοντικές συνεισφορές από την ελληνική κοινότητα. Ο Ράνης δεν έκανε το ίδιο λάθος με τον Γεωργερίνη και επέλεξε μια περιοχή στο 82 London Wall, κοντά σε πολλούς από τους κορυφαίους Έλληνες που έζησαν στο Finsbury Circus. Τα σχέδια υποβλήθηκαν από τον αρχιτέκτονα Λύσανδρο Καφταντζόγλου από την Αθήνα (1812-1885) και η κατασκευή επιτηρήθηκε από τον Thomas Ellis Owen (1804-1862) από το Πόρτσμουθ. Όταν η εκκλησία που εγκαινιάστηκε τον Ιανουάριο του 1850, αφιερώθηκε όπως και η προκάτοχό της στο Λυτρωτή μας, διέγειρε πολλή ένταση. Αυτό ήταν εν μέρει επειδή σχεδιάστηκε σε βυζαντινό ύφος, το οποίο ήταν σχεδόν άγνωστο στο Λονδίνο εκείνη την περίοδο, αλλά και επειδή το κόστος £10,000 ήταν καλυμμένο εξ ολοκλήρου από μια κοινότητα που την αποτελούσαν κάτι παραπάνω από διακόσιοι άνθρωποι. Το μόνο κριτικό σχόλιο προήλθε από έναν ανώνυμο ανταποκριτή των Τimes που υποστήριξe ότι το όνομα της βασίλισσας είχε γραφτεί λάθος στην ελληνική επιγραφή της αφιέρωσης.


Μέχρι το 1870, εντούτοις, η κατάσταση είχε αλλάξει πάλι. Οι αριθμοί των Ελλήνων στο Λονδίνο δεν επρόκειτο πλέον να υπολογίζονται σε εκατοντάδες, αλλά σε χιλιάδες. Οι πλουσιότερες οικογένειες έτειναν να απομακρυνθούν από την παλαιά βάση στην πόλη προς το West End, ιδιαίτερα στο Paddington, το Bayswater και το Notting Hill. Αλλη μια φορά υπήρξε η ανάγκη για μια νέα εκκλησία, και έτσι το 1872 ιδρύθηκε μια επιτροπή για να επιτηρεί το πρόγραμμα, που την αποτελούσαν ο Δημήτριος Σκυλίτσης (1839-1893), ο Σταύρος Διλβέρογλου (1818-1878) και ο Εμμανουήλ Μαυροκορδάτος(1830-1909).Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1877, με £50,000 το κόστος για την Ελληνική κοινότητα.Πάλι επιλέχτηκε σχέδιο με Βυζαντινή αρχιτεκτονική,αυτό του John Oldrid Scott (1841-1913).Η καινούργια εκκλησία της Αγίας Σοφίας στην Moscow Road, στο Bayswater καθαγιάστηκε στις 5 Φεβρουαρίου του 1882 από τον Αντώνιο τον Αρχιεπίσκοπο Κερκύρας.


Στα έτη μετά από την εγκαινίαση της Αγίας Σοφίας, πολλά από τα πλουσιότερα μέλη της ελληνικής κοινότητας όλο και περισσότερο ενσωματώθηκαν στη βρετανική κοινωνία. Ένας αυξανόμενος αριθμός είχε γεννηθεί στη Μεγάλη Βρετανία και εκπαιδεύτηκε σε δημόσια σχολεία, ιδιαίτερα στο Harrow και Westminster. Μερικοί διαδραμάτισαν έναν προεξέχοντα ρόλο στη δημόσια ζωή. Ο Παντελής Θωμάς Ράλλης (1845-1928) ήταν βουλευτής για το Bridport από 1875 έως 1880, και ο Λουκάς Ράλλης (1846-1931), έγινε βαρώνος το 1912. Ο Κωνσταντίνος Ιονίδης(1833-1900) κληροδότησε την σημαντική του συλλογή με έργα τέχνης στο Victoria and Albert Museum, όπου οι περισσότεροι από τους πίνακες, συμπεριλαμβανομένων και έργων από Rembrandt, Degas και Delacroix, είναι τώρα σε δημόσια έκθεση. Ο Εμμανουήλ Ροδοκανάχης (1855-1932) ήταν διευθυντής της τράπεζας Midland. Ο Θοδωρής Μαυροκορδάτος (1883-1941) κέρδισε το διπλό ανδρών στο Wimbledon το 1921.


Ωστόσο παρά αυτήν την διαδικασία της ενσωμάτωσης, η ελληνική κοινότητα δεν έγινε μια αποκλειστική γενιά, περιορισμένη στα πλουσιότερα "αγγλοποιημένα" μέλη της. Ένας επισκέπτης στην λειτουργεία της Κυριακής του Πάσχα στην Αγία Σοφία περίπου το 1900 παρατήρησε ότι τουλάχιστον η μισή κοινότητα έμοιαζαν με ναυτικοί, χωρίς καμία αμφιβολία από τα σκάφη που επισκέπτονταν το λιμένα του Λονδίνου. Ούτε τα μέλη της κοινότητας ξέχασαν τις ρίζες τους στην Ελλάδα. Η παραθαλάσσια βίλα της οικογένειας Ροδοκανάχη στο Worthing ονομάστηκε "Χίος", στη μνήμη της γενέτειράς τους. Ο Νικόλαος Βούβαλης (1859-1918),έχοντας κάνει την περιουσία του στο Λονδίνο, ξόδεψε πολλή από αυτή στην παρέχοντας χρήματα για ένα σχολείο, ένα νοσοκομείο και ένα διευρυμένου λιμένα για τη γενέτειρά του το νησί της Καλύμνου.Ο Ζώρζης Μιχαληνός (1868-1940), που ίδρυσε την πρώτη ελληνική ναυτιλιακή εταιρία στο Λονδίνο, δώρησε ένα μεγάλο σπίτι στο δήμο της Χίου, για να μετατραπεί σε ένα σπίτι για τους ηλικιωμένους ανθρώπους. Σε αυτήν την διατήρηση της ταυτότητας δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία ότι η Αγία Σοφία, και οι εκκλησίες που προηγήθηκαν από αυτήν, διαδραμάτισαν έναν κυρίαρχο ρόλο, που ενθαρρύνει το αίσθημα της συνέχειας με την εκατοντάδων ετών ορθόδοξη παράδοση.


Από τις "Πολύτιμες προσφορές: Η κληρονομιά του ελληνικού ορθόδοξου καθεδρικού ναού της Αγίας Σοφίας του Λονδίνου" που δημοσιεύεται για την έκθεση που πραγματοποιήθηκε 1-25 Μαρτίου, το 2002 στο ελληνικό κέντρο, στο Λονδίνο.Βυζαντινό και χριστιανικό μουσείο, Αθήνα 2002.¨Ολα τα δικαιώματα είναι κατοχυρωμένα . ISBN 960-214-603-6.



Τη μετάφραση έκανε η Γεωργία Λαμπροπούλου




Monday, 24 May 2010

Μια σύντομη ιστορία τής Ορθόδοξης Εκκλησίας στις Βρετανικές Νήσους





Η Ορθόδοξη Πίστη, όπως υπήρχε από περίπου το 37 μ.Χ. και μέχρι το Μεγάλο Σχίσμα το 1054 μ.Χ.

Η Εκκλησία της Ουαλίας, Αγγλίας, Σκωτίας, Κορνουάλης, Βρετάνης και Ιρλανδίας κατά την 1η χιλιετία του Χριστιανισμού.

Πηγή: http://www.orthodoxresurgence.com/petroc/index.htm#A%20BRIEF


Όταν ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ίδρυσε την Εκκλησία, έδωσε εντολή στους Μαθητές Του να μεταφέρουν το Ευαγγέλιο έως τα πέρατα της γης. Εντός λίγων δεκαετιών, η Εκκλησία εξαπλώθηκε και στις Βρετανικές Νήσους και σύντομα εγκαταστάθηκε επίσημα ανάμεσα στους λαούς της Βρετανίας.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΡΕΙΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ

Γνωρίζουμε πλέον ότι οι Βρετανικές (Κασσιτερίδες) Νήσοι έχουν συχνά κατοικηθεί από μια σχετικά ανεπτυγμένη, οργανωμένη κοινωνία επί περίπου 6-7 χιλιάδες χρόνια. Οι αρχαιολογικές αποδείξεις τοποθεσιών όπως το Κάστρο Cadbury στο Σόμερσετ δείχνουν μια αδιάκοπη χρήση τους από προοδευτικούς, εγκατεστημένους λαούς, από περίπου το 3250 π.Χ. μέχρι και το 1060 μ.Χ.. Στην αρχή της περιόδου αυτής, τα εδάφη κατοικούντο από μια φυλή που συχνά αναφερόταν -εσφαλμένα- σε παλαιότερα κείμενα ως "οι Ίβηρες". Οι άνθρωποι αυτοί είχαν μια οργανωμένη θρησκεία, την οποία είχαν από κοινού με τους σύγχρονούς τους στην αρχαία Γαλλία. Η θρησκεία τους τους έκανε αξιόλογους οικοδόμους, παρουσιάζοντας ογκώδεις κατασκευές όπως το Avebury και το υποδεέστερο Stonehenge, που χτίσθηκαν γύρω στο 4700 π.Χ., καθώς και πολλά άλλα οικοδομήματα.

Οι κατοπινοί Κέλτες φαίνεται να μετανάστευσαν σε δύο αρκετά εμφανή κύματα, πιθανώς αρχίζοντας γύρω στο 700-500 π.Χ., και μάλλον απορροφώντας παρά κατακτώντας τους προηγούμενους κατοίκους κατά το διάστημα αυτό: το μεν πρώτο κύμα ήταν οι Goidels (ή Gaels), ακολουθούμενο από τους Βρετανούς.

Οι νεοαφιχθέντες Κέλτες φαίνεται πως ακολούθησαν την θρησκεία των εγχώριων λαών, που ήταν ο δρυϊδισμός. Ο δρυϊδισμός δίδασκε την αιώνια ζωή μετά τον θάνατο, την μετανάστευση των ψυχών, έναν ανώτατο (τριαδικό) θεό, καθώς και ένα πάνθεο κατώτερων θεών. Οι Κέλτες των Βρετανικών νήσων βρίσκονταν στο δυτικότερο άκρο της "Κέλτικης Ημισελήνου" που εκτεινόταν πάνω από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από τις Βρετανικές Νήσους (Βρετανία) στην Δύση, περνώντας μέσα από την Britony-Galicia στην Ισπανία, την Bretagne-Gaul στην Γαλλία, την Galicia στην νότια Πολωνία, μέχρι την τελευταία Κέλτικη εξάπλωση γύρω στο 300 π.Χ. στην Γαλατία της Μικράς Ασίας.



ΡΩΜΑΪΚΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ

Η πρώτη Ρωμαϊκή εισβολή στην Βρετανία άρχισε με την άφιξη του Ιουλίου Καίσαρα το 55 π.Χ.. Μετά από 90 χρόνια ειρήνης, οι Βρετανοί ξεσηκώθηκαν πάλι, και ο Ιούλιος Καίσαρ έστειλε στρατό με διοικητή τον Πλώτιο προκειμένου να κατακτήσει τους πρόσφατα εξεγερθέντες Βρετανούς, το 43 μ.Χ.. Οι Ρωμαίοι ποτέ δεν κατέκτησαν εντελώς τις Βρετανικές Νήσους - άλλωστε αυτό δεν ήταν η πρόθεσή τους, παρά μόνο ήθελαν να εξασφαλίσουν την Γαλλία (Gaul). Η μεταγενέστερη περίοδος Ρωμαϊκής διακυβέρνησης στην Βρετανία μπορεί να χαρακτηριστεί ως μάλλον ειρηνική, με Ρωμαίους και Ρωμαιο-Βρετανούς πολίτες και εν αποστρατεία αξιωματικούς του στρατού να μοιράζονται την διοίκηση σαν μια κατασταλαγμένη και άκρως πολιτισμένη μέση-ανώτερη κοινωνική τάξη. Αν και η διοίκηση εφαρμοζόταν με την Λατινική γλώσσα, η Κελτική γλώσσα παρέμεινε κυρίαρχη σε όλη την χώρα.



Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΣΤΙΣ ΒΡΕΤΑΝΙΚΕΣ ΝΗΣΟΥΣ

Κατά την παράδοση της Εκκλησίας, ο Χριστιανισμός μεταφέρθηκε από ανθρώπους της περιοχής της Εφέσου, και είχε εγκατασταθεί στις Βρετανικές Νήσους μέχρι το 45 μ.Χ.. Αυτή η πληροφορία ενισχύεται κάπως από το γεγονός ότι η Εκκλησία στις Βρετανικές Νήσους υποστήριζε πως η αρχική Θεία Λειτουργία της ήταν εκείνη του Αγίου Ιωάννου, ο οποίος ως γνωστόν έζησε στην Έφεσο στα κατοπινά του χρόνια. Ο Άγιος Gildas ο Σοφός (Ουαλός μοναχός, μαθητής του Αγίου Illtyd, † 512 μ.Χ.) υποστήριζε στην "Ιστορία" του ότι ο Χριστιανισμός ήρθε στην Βρετανία κατά το τελευταίο έτος του Τιβερίου Καίσαρα, δηλαδή το 37 μ.Χ..

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως η αρχαιότητα της Βρετανικής Εκκλησίας είχε επιβεβαιωθεί αναμφίβολα από πέντε Παπικές συνόδους: την σύνοδο της Πίζα (1409), την σύνοδο της Κωνστάντης (1417), την σύνοδο της Σενς (1418), την σύνοδο της Σιέννας (1424) και την σύνοδο της Βασιλείας (1413). Και οι πέντε αυτές σύνοδοι όρισαν πως η Εκκλησία στις Βρετανικές Νήσους είναι η παλαιότερη Εκκλησία των εθνικών, παρ' ότι θα ήταν πολιτικά πιο συμφέρον για τους πάπες να το αγνοήσουν αυτό το γεγονός, δεδομένου ότι θα μπορούσαν να είχαν προσβάλει την Γαλλία και την Ισπανία, οι οποίες την εποχή εκείνη ήσαν απείρως πιο ισχυρές από την Αγγλία. Φαίνεται λοιπόν λογικό να υποθέσουμε πως οι καταγεγραμμένες αποδείξεις υπέρ της αρχαιότητας της Εκκλησίας στις Βρετανικές Νήσους θα έπρεπε να ήσαν συντριπτικά πολλές. Ατυχώς, μεγάλο μέρος αυτών των αποδείξεων έχει χαθεί, έχοντας καταστραφεί κατά την διάλυση από τον Ερρίκο Η' των μοναστηριών και τον διασκορπισμό και την καταστροφή των βιβλιοθηκών τους, και τότε, αλλά και κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.

Ο Άγιος Αριστόβουλος, ένας εκ των Εβδομήντα Αποστόλων που αναφέρονται στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (10:1), ο οποίος κοιμήθηκε περίπου το 90 μ.Χ., ήταν, ως Επίσκοπος Βρετανίας, ένας από τους πρώιμους οργανωτές του Χριστιανισμού στους Κέλτες στην Britony και την Βρετανία, σύμφωνα με τον Δωρόθεο Τύρου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον θεωρεί "Απόστολο της Βρετανίας" και του έχει δώσει τον τίτλο αυτό. Σε αυτόν (και σε άλλους, μαζί του) οφείλουμε τις αρχές της Εκκλησίας στις Βρετανικές Νήσους, γύρω στο 37-45 μ.Χ.

Η νεώτερη αρχαιολογία προτείνει πως τα υπολείμματα του αρχαιότερου κτίσματος εκκλησίας -που έχει αναγνωριστεί ως τέτοιο με βεβαιότητα- χρονολογείται γύρω στο 140 μ.Χ. Γνωρίζουμε επίσης για την ύπαρξη εγχώριων Χριστιανικών ερειπίων παλαιότερης εποχής, στον Νότο της Βρετανίας. Αργότερα βρίσκουμε μια καταγραφή για τον ηγέτη τμήματος της Νοτίου Ουαλίας-Δυτικής Αγγλίας - του Αγίου Lucan, ο οποίος έφερε τον Άγιο Dyfan (συχνά με Λατινοποιημένο το όνομά του, ως Damian) και τον Άγιο Fagan (συχνά με Λατινοποιημένο το όνομά του ως Fugatius) στην περιοχή του, γύρω στο 160-180 μ.Χ.. Μετά έχουμε τον Άγιο Mydwyn και τον Επίσκοπο Άγιο Elvan - και οι δύο τους Βρετανοί - την ίδια ακριβώς περίοδο. Ο Άγιος Elvan λέγεται πως κοιμήθηκε στην πόλη Glastonbury γύρω στο 195 μ.Χ..

Ο Ρωμαίος ιστορικός Τερτυλλιανός σε κείμενό του που γράφτηκε γύρω στο 208 μ.Χ. αναφέρει πως η Εκκλησία στην Βρετανία είχε φτάσει σε περιοχές που δεν είχαν ακόμα κατακτηθεί από τον Ρωμαϊκό Στρατό, κάτι που μας λέει πως η Εκκλησία είχε προχωρήσει πιο πέρα από τις Ρωμαϊκές κτήσεις και πως σίγουρα την θεωρούσαν εγχώρια, όπως σαφέστατα δείχνουν και τα έργα του Αγίου Lucan. Ο Ωριγένης, γράφοντας τριάντα χρόνια αργότερα, επίσης καταγράφει την ύπαρξη της Εκκλησίας στην Βρετανία.

Ο Άγιος Dyfan († 190 μ.Χ.) θεωρείται ο πρώτος Χριστιανός Μάρτυρας των Βρετανικών Νήσων (εξ ου και η ονομασία της πόλεως Merthyr Dyfan νότια της πόλεως Cardiff στην Ουαλία). Οι πρώτοι καταγεγραμμένοι Χριστιανοί Μάρτυρες στην Αγγλία ήσαν: ο λαϊκός Άγιος Alban, ο Επίσκοπος Στέφανος του Λονδίνου, ο Επίσκοπος Σωκράτης της York, ο Επίσκοπος Argulius του Λονδίνου, ο Επίσκοπος Αμφίβαλος του LLandaff, ο Επίσκοπος Νικόλαος του Penrhyn, ο Επίσκοπος Melior της Carlisle, καθώς και άλλοι, κατά το διάστημα 300-304 μ.Χ..

Ο Κωνσταντίνος, γιος του Κωνστάντιου Α' (Χλωρού) και η Φλάβια Ελένη (σύμφωνα με τον Άγιο Αμβρόσιο ήταν πανδοχέας, και σύμφωνα με τον Chesterton και μεταγενέστερους ιστορικούς ήταν πιθανότατα και Βρετανός) συνόδευσε τον πατέρα του από την Boulogne στην York. Εκεί, το 306 μ.Χ., απεβίωσε ο πατέρας του και ο Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκε Αύγουστος - ηγέτης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας - στην York. Εν καιρώ έγινε γνωστός στην Ιστορία ως ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Μέγας. Ο Κωνσταντίνος, μαζί με τον Licenius εξέδωσαν το λεγόμενο Διάταγμα των Μεδιολάνων για την αναγνώριση του Χριστιανισμού.

Το 314 μ.Χ. ο Επίσκοπος του Eborius (York), ο Επίσκοπος Restitutus του Λονδίνου και ο Επίσκοπος Αδέλφιος του Caerleon και μια μεγάλη συνοδεία είχαν παρευρεθεί στην Σύνοδο της Arles.

Ο Άγιος Αθανάσιος δηλώνει ειδικά πως η Βρετανική Εκκλησία προσυπέγραψε την αποδοχή της στις αποφάσεις της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου που έλαβε χώρα στην Νίκαια το 325.

Ξανά, το 359, Βρετανοί Επίσκοποι παρευρέθηκαν στην Σύνοδο του Rimini. Οι αρχαιολογικές αποδείξεις για την περίοδο αυτή δείχνουν πως τα παρεκκλήσια στο Lullingstone και το Silchester χρονολογούνται από περίπου το 345.

Εν ολίγοις, η Εκκλησία δεν ήταν απλώς καλά εγκατεστημένη σε μεγάλο μέρος των Βρετανικών Νήσων μέχρι αυτήν την περίοδο, αλλά έχουμε και τον ίδιο τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο να μαρτυρεί πως ήταν και πλήρως Ορθόδοξη στην διδασκαλία της. (Chrysostomi Orat.’O Qeos Cristos)

Πολύ σύντομα μετά τον ερχομό του μοναχισμού από την Αίγυπτο στην Ανατολική Αυτοκρατορία, εμφανίστηκε και στην Βρετανική Εκκλησία και πολύ γρήγορα έγινε εξαιρετικά δημοφιλής. Μάλιστα, η Βρετανική Εκκλησία από τον 5ο αιώνα και μετά, οργανώθηκε σε αυστηρά μοναστικές γραμμές - πιθανότατα σε μεγαλύτερο βαθμό από άλλα τμήματα της Εκκλησίας. Εκατοντάδες μοναστήρια και ερημητήρια - μικρά και μεγάλα - εξαπλώθηκαν σε όλες τις Βρετανικές Νήσους. Ο μοναστικός βίος ασκούσε μεγάλη έλξη στην μυστικιστική τάση του Κέλτικου σκεπτικού.



Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

Κατά την διάρκεια του 4ου αιώνα, η ανατολική Βρετανία άρχισε να υφίσταται επιδρομές από Σάξωνες πειρατές. Η Ρώμη βρέθηκε στην ανάγκη να υπερασπισθεί την Γαλλία και το κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από επιδρομείς του βορρά. Δεν μπορούσε πλέον να ασχοληθεί με τις επαρχίες της Βρετανίας, και όταν ο Αλάριχος άλωσε την Ρώμη το 410 μ.Χ., η ροή στρατιωτών και διοικητών προς την Βρετανία διακόπηκε εντελώς. Το μεγαλύτερο μέρος της Βρετανίας τώρα περιήλθε σε τοπική διακυβέρνηση, σε μεγάλο βαθμό σύμφωνα με τον εκάστοτε Αρχηγό Οικογένειας ή "Βασιλιά".



ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΔΟΥΚΕΣ

Αυτό μας φέρνει στην περίοδο που θα μπορούσε άνετα να περιγραφεί ως περίοδος των Τριών Δουκών (Dux Bellorum), ή Στρατηγών (που πιθανόν να έφεραν τον Κέλτικο τίτλο Pendragon), οι οποίοι ήσαν επικεφαλής των ποικίλων συνδυασμών αποτελούμενων από Κέλτικες Οικογένειες. Ο πρώτος εξ αυτών ήταν ο Vortigern, ο οποίος διοικούσε από την κεντρική Ουαλία και το Gloucester από το 425 περίπου και μέχρι το 457. Μετά τον Δούκα Vortigern ήρθε ο Δούκας Emrys. Ο χρονικογράφος Άγιος Gildas αναφέρει πως ηγείτο των στρατών από το 460 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 480. Φαίνεται πως ο Arthur πήρε την θέση εκείνου περίπου στα μέσα προς το τέλος της δεκαετίας του 480. Ο χρονικογράφος-Ιερέας Nennus σημειώνει πως ο Arthur έφερε επάνω του μια Εικόνα της Παρθένου Μαρίας στην Μάχη του ποταμού Bassas, και μια Εικόνα της Σταύρωσης επί τρεις ολόκληρες ημέρες κατά την διάρκεια της Μάχης του Όρους Badon (Κάστρο Liddington) το 516.

Κατά την περίοδο των Τριών Δουκών, η Εκκλησία ωφελήθηκε τα μέγιστα από την τότε αστική ασφάλεια. Την εποχή του Emrys, ο Άγιος Γερμανός, επίσκοπος της Auxerre, επισκέφτηκε την Βρετανία δύο φορές, συμβουλεύοντας τους Βρετανούς Επισκόπους να ιδρύσουν σχολεία για υποψήφιους χειροτονίας, και εξασφαλίζοντας την εξορία των ελάχιστων εναπομεινάντων Πελαγιανών αιρετικών. Οδήγησε ένα Χριστιανικό στρατό σε μια αναίμακτη απ' ότι φαίνεται νίκη εναντίων των Πικτών και Σαξώνων στον βορρά το 431. Έχει καταγραφεί πως κήρυττε πολύ αποτελεσματικά στο Glastonbury κατά την δεύτερή του επίσκεψή το 447. Από την εποχή αυτή, τα μοναστήρια ως επί το πλείστον διεύθυναν πλέον την Εκκλησία.



Η ΜΟΝΑΣΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Το 397 ο Άγιος Ninian ίδρυσε το μοναστήρι του Whitehorn στην επαρχία Galloway και άρχισε να κηρύττει στους Πίκτες και τους Σάξωνες. Αυτό, μαζί με μια πληθώρα από μικρότερα κελιά ερημιτών και ημι-κοινοβιοτικούς μοναχούς, σηματοδότησε την αρχή μιας ανανέωσης στην ζωή της Εκκλησίας στις Βρετανικές Νήσους.

Την περίοδο αυτή, την Εκκλησία την διοικούσαν ως επί το πλείστον τα επαρχιακά μοναστήρια, όπου ο Ηγούμενος διοικούσε την Εκκλησία. Είναι πιθανό (ένα μεγάλο μοναστήρι) να είχε μερικούς Επισκόπους-αναπληρωτές, που τους είχε δοθεί το αξίωμα Επισκόπου λόγω αναγνώρισης της αγιότητας της ζωής τους. Ο Επίσκοπος Χειροτονούσε, Έχριε και Καθαγίαζε, ενώ ο Ηγούμενος διοικούσε. Σε λίγο καιρό, οι θέσεις του Ηγούμενου και του Διοικούντος Επισκόπου άρχισαν να ενώνονται. Συνολικά, η επικρατούσα ατμόσφαιρα ήταν εκείνη της αγιότητας των διαφόρων μοναστικών επισκόπων, ηγουμένων και ερημιτών. Τα μοναστήρια ήσαν τα διοικητικά, μορφωτικά και ιεραποστολικά κέντρα της Εκκλησίας. Από αυτά τα μεγάλα μοναστικά κέντρα η Εκκλησία των Βρετανικών Νήσων είχε αργότερα -κατά την πρώτη χιλιετία- αποστείλει τους περίφημους μοναχούς της σε μακρινά μέρη, όπως: Γερμανία, Κίεβο και Σκανδιναβία. Μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα της ποιότητας των ηγετών της Εκκλησίας την περίοδο αυτή, από τους ακόλουθους ενδεικτικούς αντιπροσώπους:

Το έτος 400 περίπου, ο Διάκονος Calporans της (σημερινής) επαρχίας Cumberland, ο ίδιος γιος Ιερέα, είχε ένα γιο ονόματι Patrick. Γύρω στο 410, τον Patrick τον απήγαγαν Ιρλανδοί επιδρομείς πειρατές και τον πήραν στην Ιρλανδία σαν σκλάβο. Μετά από έξι χρόνια δραπέτευσε και κατέφυγε στην Γαλλία όπου μπήκε σε μοναστήρι και εκπαιδεύτηκε για την Ιερωσύνη. Επέστρεψε στην οικογένειά του κοντά στην περιοχή του Solway of Firth γύρω στο 426 και χειροτονήθηκε Επίσκοπος το 432 όταν εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ιρλανδία. Ο Άγιος Patrick διοικούσε ως μοναχός-Επίσκοπος του Armagh τα επόμενα τριάντα χρόνια, ιδρύοντας πολλά μοναστήρια και οικοδομώντας την Εκκλησία της Ιρλανδίας μέχρι την κοίμησή του το 464.

Μέχρι το 450-500 μ.Χ. υπήρχαν γύρω στα 1000-1500 μεγάλα μοναστήρια-μέλη, στην Ουαλία και πιο δυτικά. Την εποχή εκείνη, η Εκκλησία των Βρετανικών Νήσων έτεινε να βλέπει το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ως κέντρο της Εκκλησίας, δεδομένου ότι είχε αποκοπεί σε μεγάλο βαθμό από την Εκκλησία της Ρώμης (αν ήταν ποτέ συνδεδεμένη). Ενώ η διδασκαλία της Βρετανικής Εκκλησίας πιστοποιείται επαρκώς ως απόλυτα Ορθόδοξη (αφού η αίρεση του Πελαγιανισμού δεν απόλαυσε παρά μια παροδική δημοτικότητα στην Βρετανία και απ' ότι φαίνεται είχε εξαλειφθεί πλήρως μέχρι την δεκαετία του 420-439), το σύστημα της Εκκλησιαστικής διοίκησης και η γενική ατμόσφαιρα διέφεραν αισθητά από τα αντίστοιχα της Εκκλησίας της Ρώμης.

Γεννηθείς μόλις μετά την αλλαγή του αιώνα, ο Illtyd έγινε αυλικός και υπουργός στην Ουαλία. Εγκατέλειψε εκείνη τη ζωή και εγκαταβίωσε στο μοναστήρι στο Llancarvan κάτω από την καθοδήγηση του ηγουμένου της Μονής, Αγίου Cadoc. Αργότερα, ο Άγιος Illtyd έφυγε από το Llancarvan και πήγε να ηγηθεί της μεγάλης Μονής του Llantwit (Llanilltyd) το οποίο αργότερα έγινε γνωστό ως "το σπίτι των αγίων" επειδή ανέδειξε τόσους πολλούς ηγέτες της Εκκλησίας. Ο Άγιος Illtyd κοιμήθηκε το 470 και η μνήμη του τιμάται την 6η Νοεμβρίου.

Ο Άγιος David (στην τοπική γλώσσα Dewi Sant) γεννήθηκε νωρίς τον 5ο αιώνα, μορφώθηκε στο Hen Vynyw και εκπαιδεύτηκε για την Ιερωσύνη επί δέκα έτη κάτω από τον γραφέα Paulinus. Ίδρυσε την άκρως ασκητική Μονή της Menevia. Ό Άγιος David ως Ηγούμενος έγινε γνωστός για τα έργα ελεημοσύνης, τον ακραίο ασκητισμό του και την συνήθειά του να κάνει αμέτρητες μετάνοιες. Η Σύνοδος της Brevi τον εξέλεξε Αρχιεπίσκοπο και ως έδρα του ορίσθηκε η Menevia (σήμερα Αγ.David).

Η Ιστορία μας λέει πως μερικοί από τους πιο ισχυρούς ηγέτες της Βρετανικής Εκκλησίας (Άγιος David, Αρχιεπίσκοπος της Menevia, Άγιος Padarn, Επίσκοπος της Avranches και Άγιος Teilo, κατόπιν Αρχιεπίσκοπος της Menevia) έκαναν υπακοή στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων σε μια προφανώς σκόπιμη προτίμηση, αντί οποιουδήποτε άλλου Εκκλησιαστικού ηγέτη. Είναι πιθανό κάποιοι να είχαν όντως λάβει το αξίωμά τους από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Στο Κέλτικο σκεπτικό, το κέντρο της Εκκλησίας ήταν ο τόπος της διακονίας του Χριστού. Ο Άγιος David λέγεται πως είχε ταξιδέψει και σε άλλες Κέλτικες χώρες, και έχουμε καταγεγραμμένες αναφορές της παρουσίας του σε Cornwall και Brittany το 547-548. Η επιρροή του ήταν τεράστια σε όλη την επικράτεια των Βρετανικών Νήσων, και σε αυτήν οφειλόταν μεγάλο μέρος της συνένωσης της Εκκλησίας και η διατήρηση του κλήρου και του λαού σε αυστηρή πειθαρχία. Ο Άγιος David κοιμήθηκε το 601, και η Εορτή του είναι εθνική εορτή της Ουαλίας, την 1η Μαρτίου.

Ο Άγιος Columcille γεννήθηκε το 521 στο Gartan. Ταξίδεψε με μερικούς μοναχούς στην Iona της Σκωτίας, όπου ίδρυσε το περίφημο μοναστήρι της Iona, πάνω σε ένα νησί επί μιας ακτής του Ατλαντικού. Εκεί έζησε, εναλλάξ στο ερημητικό κελί του και διοικώντας την Μονή. Έστελνε τους μοναχούς του να κηρύττουν στον λαό. Από τον Ηγούμενο-διάδοχό του, τον Άγιο Adamnan, έχουμε μια βιογραφία που μας λέει περιγραφικά για ένα ψηλό άνδρα με πολύ ισχυρή προσωπικότητα, ο οποίος θαυματουργούσε κατά την διάρκεια της ζωής του.

Ο Columcille έχτισε το Μοναστήρι της Iona και ίδρυσε βοηθητικά μοναστήρια στο Hinba, το Maglunge και το Diuni. Τρία διασωθέντα ποιήματα αποδίδονται σε αυτόν, συμπεριλαμβανομένου του ποιήματος "Altus Prosator" με θέμα την άλλη ζωή και την Τελική Κρίση. Έδινε μεγάλη προσοχή στην εκπαίδευση των μοναχών, εκ των οποίων μερικοί ήσαν μεταστραφέντες από τους Αγγλο-Σάξωνες επιδρομείς της ανατολικής Βρετανίας. Χάρη σε αυτόν μεταστράφηκε ο βασιλιάς των Πικτών Bude, και το 574, έστεψε τον βασιλιά Aiden της Dalriada. Ο Columcille ήταν Επίσκοπος με μεγάλη επιρροή στην Σκωτία και στην Ιρλανδία, καθώς επίσης και σε ολόκληρη την βόρειο Αγγλία, μέχρι τη κοίμησή του, λίγο πριν τον Όρθρο, την 9η Ιουνίου, 597.



Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΚΕΛΤΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΑΞΟΝΙΚΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

Μετά την Μάχη του Όρους Badon, οι Βρετανοί δεν μπορούσαν πλέον να διατηρήσουν τα εδάφη τους. Οι Σάξωνες μετανάστευαν όλο και περισσότερο από την Ευρώπη, γεμίζοντας την Σαξονική Ακτή και προχωρώντας δυτικά. Ίδρυσαν ένα πλήθος ειδωλολατρικών βασιλειών στα νοτιοανατολικά μέρη, και βορειοδυτικά από αυτό που σήμερα είναι Αγγλία.



Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ

Το 597 μ.Χ. το Πατριαρχείο της Ρώμης αποφάσισε να εξαπολύσει κάτι πού μπορεί να περιγραφεί μόνο ως εκκλησιαστική εισβολή στις Βρετανικές Νήσους. Αυτό πήρε την μορφή μιας απρόσκλητης "αποστολής" που εγκαινιάσθηκε από τον Άγιο Αυγουστίνο στο Canterbury, παρά το γεγονός ότι βρήκε τον Επίσκοπο Liuthard και την εκκλησία του Αγίου Martin να υπάρχουν ήδη εκεί, στο Canterbury. Ο Επίσκοπος Liuthard είχε στενές σχέσεις με την αυλή του Βασιλιά Ethelbert ο οποίος μπορεί να μην ήταν Χριστιανός ο ίδιος, όμως η Βασίλισσα Bertha ήταν. Απτόητος από την προΰπαρξη της επί μακρόν εγκατεστημένης Εκκλησίας στις Βρετανικές Νήσους, ο Αυγουστίνος συνέχισε να εργάζεται ανάμεσα στου μη-Χριστιανούς Σάξωνες εισβολείς που ζούσαν στο Kent.

Δηλώσεις πως ο Αυγουστίνος ήταν Προκαθήμενος της Βρετανίας είναι αναξιόπιστες, δεδομένου ότι η Εκκλησία στις Βρετανικές Νήσους ήδη είχε τον Προκαθήμενό Της - τον διάδοχο του Αγίου David, (ο οποίος κοιμήθηκε περίπου 20 χρόνια πριν από την άφιξη του Αυγουστίνου). Η Εκκλησία στις Βρετανικές Νήσους είχε περίπου 120 επισκόπους και πολλές χιλιάδες Ιερείς, Μοναχούς και Μοναχές. Ο Αυγουστίνος προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί για το κύρος του Πάπα Γρηγορίου του Μεγάλου, αλλά οι προσπάθειές του δεν είχαν σε μεγάλο βαθμό επιτυχία, πιο πέρα από την νοτιοανατολική γωνία του νησιού, όπου είχε εργασθεί να μεταστρέψει τους Σάξωνες εισβολείς.

Προκειμένου να λυθούν κάποιες διαφορές ανάμεσα στην Εκκλησία στις Βρετανικές Νήσους και την εισβάλλουσα Ρωμαϊκή αποστολή, συγκλήθηκε σύνοδος το 664 στο Whitby της επαρχίας Yorkshire, με αποτέλεσμα να συγχωνευθεί επίσημα η Κέλτικη Εκκλησία με την Ρωμαϊκή "αποστολή" σε μια Εκκλησία, αν και το Κελτικό τμήμα συνέχισε τα δικά του έθιμα, στη δική τους περιοχή της Βρετανίας. Επειδή αυτή η συγχώνευση ήταν σύγχρονη με την μεγάλης κλίμακας μεταστροφή των Αγγλοσαξόνων εισβολέων της ανατολικής Αγγλίας, αυτή η συνεχιζόμενη Εκκλησία ήταν Κελτο-ΑγγλοΣαξονική στην υφή της, και άρχισε να προσλαμβάνει τον χαρακτήρα και των δύο φυλών. Ήταν ένα αναπόσπαστο τμήμα της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, και, δεδομένου ότι ο Παπισμός την εποχή εκείνη δεν είχε καλά-καλά αναπτυχθεί με την έννοια που σήμερα τον γνωρίζουμε, αυτή η Εκκλησία των Βρετανικών Νήσων παρέμεινε Τοπική Εκκλησία, εντός της οικουμενικής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας.

Το έτος 666, ο Άγιος Theodore της Ταρσού, Έλληνας Μοναχός, διορίσθηκε στην Έδρα του Canterbury. Αφίχθηκε εκεί το 669 στην ηλικία των 67 και άρχισε μια εικοσαετή επισκοπή προσπαθώντας να πείσει τους Βρετανούς Επισκόπους να τον δεχθούν για Αρχιεπίσκοπο. Ο Theodore βρήκε την Ρώμη αντίθετη με ορισμένες από τις αποφάσεις του, προφανώς στις διαφωνίες του με τον Άγιο Wilfrid. Στο τέλος, ενώ έκανε πολλά για να οργανωθεί η Εκκλησία στις Βρετανικές Νήσους - τις τόσο διαιρεμένες από την Σύνοδο του Whitby - η δύναμή του εκτεινόταν μόνο στο Αγγλοσαξονικό τμήμα της χώρας. Ο Theodore εγκαινίασε σειρά Ιερών Συνόδων, αρχίζοντας με εκείνη του Hertford το 672, όπου συμφωνήθηκαν οι περίφημες δέκα αποφάσεις, παράλληλες σε αξία με τους Κανόνες της Συνόδου της Χαλκηδόνας. Η δεύτερη Σύνοδος στο Hatfield παρήγαγε μια δήλωση Ορθοδοξίας που ήταν σχετική με την διαμάχη του Μονοθελητισμού.

Στο τέλος του 7ου αιώνα, ο Άγιος Wilfrid, τώρα πλέον Επίσκοπος της York, ζήτησε από τον Πατριάρχη της Ρώμης να μεσολαβήσει στην διαμάχη του με τον Άγιο Theodore, Αρχιεπίσκοπο του Canterbury.

Όταν το ζήτημα τέθηκε ενώπιον της Witenagamot (την Βασιλική Βουλή), τα μέλη της (Αντιδήμαρχοι, Ακόλουθοι Φεουδαρχών και Επίσκοποι) απέρριψαν την απόφαση του Πάπα. Το Witenagamot είπε, ουσιαστικά, "Ποιος είναι αυτός ο Πάπας και τι είναι αυτές οι αποφάσεις του; Τι σχέση έχουν αυτές με εμάς, ή εμείς με αυτές;" Ως απάντηση, έκαψαν την Παπική περγαμηνή και έβαλαν τον Wilfrid στην φυλακή, επειδή τόλμησε να ζητήσει βοήθεια από έναν παρείσακτο.

Το 747, η αρχή αυτή ξανατέθηκε ως θέμα - και εξ' ίσου απροκάλυπτα. Είχε γίνει εισήγηση στο Witenagamot να παραπέμπονται τα δύσκολα ζητήματα στον Επίσκοπο της Ρώμης, ως πρώτος μεταξύ ίσων. Το Witenagamot, όμως, δήλωσε πως θα υποτασσόταν μόνο στην δικαιοδοσία του Βρετανού Αρχιεπισκόπου.



Η ΕΠΤΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ

Η περίοδος της λεγόμενης "Επταρχίας" εκτεινόταν από το 600 μέχρι περίπου το 850 και οφείλει το όνομά της στην υπεροχή των νέων Σαξονικών βασιλειών - Kent, Wessex, Northumbria, Mercia, East Anglia, Essex και Sussex - που λέγεται σήμερα Αγγλία. Δεν ήταν μια πολιτικά σταθερή περίοδος, με συνεχείς αγώνες για υπεροχή ανάμεσα στα βασίλεια αυτά, βοηθούμενοι από τους οποιουσδήποτε συμμάχους μπορούσαν να συγκεντρώσουν. Στην αρχή της περιόδου, το Kent ήταν ο απόλυτος ηγεμόνας του Essex και του Sussex και ίσως το πιο ισχυρό βασίλειο στην Βρετανία. Όμως κατά τον 6ο αιώνα, το βασίλειο της Northumbria άρχισε να είναι κυρίαρχο. Η Northumbria αποτελείτο από δύο τμήματα, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους της σύγχρονης επαρχίας Yorkshire. Κάτω από τον Βασιλιά Edwin, ενσωματώθηκε το Σαξονικό βασίλειο της Berenice, το οποίο στην αρχή δεν ήταν Χριστιανικό. Σύντομα όμως μεταστράφηκε. Στο βορεινό τμήμα του βασιλείου ο Edwin έχτισε το Edwins Burgh (=Edinburgh-Εδιμβούργο) στον Κόλπο του Forth.

Ο Edwin σκοτώθηκε σε μάχη με τις μικτές στρατιές του ειδωλολατρικού βασιλείου της Mercia και το Χριστιανικό Βασίλειο της Ουαλίας το 632. Οι αδελφοί Oswald και Oswy είχαν, κατά την βασιλεία του Edwin, ζήσει στο Μοναστήρι της Iona. Με τον θάνατο του Edwin, ο Oswald οδήγησε ένα στρατό της Northumbria εναντίον των Αγγλοσαξόνων και έγινε Βασιλιάς της Northumbria. Το 634 ο Άγιος Aidan, κατόπιν προσκλήσεως του Βασιλιά Oswald, ήρθε από το Μοναστήρι της Iona, για να εγκαταστήσει την Έδρα του στο Lindisfarne, ως Επίσκοπος όλης της Northumbria. Εδώ ίδρυσε το μοναστήρι του, το οποίο επάνδρωσε με μια ομάδα μοναχών που τον είχαν συνοδεύσει από την Iona. Ο Oswald φονεύθηκε σε μάχη το 642 και αργότερα ανακηρύχθηκε άγιος από την Εκκλησία.



ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ

Πριν από τον θάνατό του, ο Βασιλιάς Penda δέχθηκε τους ιεραποστόλους μοναχούς του Αγίου Aidan στην Mercia, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την μεταστροφή αυτού του Σαξονικού βασιλείου. Ο γιος του έλαβε το Βάπτισμα και νυμφεύθηκε μια Χριστιανή Πριγκήπισσα. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του επόμενου αιώνα το Βασίλειο της Mercia, επαρχία που διέσχιζε την περιοχή νότια του ποταμού Humber μέχρι τον Τάμεση και από τα σύνορα της Ουαλίας μέχρι τον Κόλπο Wash, ήταν σε άνοδο. Η υπεροχή της Mercia αποκορυφώθηκε την περίοδο της βασιλείας του Βασιλιά Offa (757-796).

Ο Βασιλιάς Offa θεωρείται ο πρώτος Βασιλιάς που είχε τον χαρακτηρισμό Βασιλεύς Πάσης Αγγλίας. Συναλλασσόταν με τον νεώτερό του Ευρωπαίο σύγχρονο, τον Αυτοκράτορα Καρλομάγνο ως ίσο, υπογράφοντας μαζί του το 796 μια εμπορική συμφωνία, ενώ έχει καταγραφεί πως και ο Καρλομάγνος τον θεωρούσε εξέχοντα κυβερνήτη.

Το 850-851 ειδωλολάτρες Δανοί επιδρομείς, που είχαν για αρκετό διάστημα αρκεσθεί με καλοκαιρινές επιδρομές, αποφάσισαν να περάσουν τον χειμώνα στην Νήσο Thanet στον νότο. Αυτό ήταν ουσιαστικά η αρχή της τρομερής επιδρομής των Δανών, που θα έδινε στην Εκκλησία τόσους πολλούς Μάρτυρες, ειδικά μέσα στο έτος 870.

Ο Βασιλιάς Alfred τελικά νίκησε τους Δανούς και εδραίωσε την ηγεμονία του, διατηρώντας την ειρήνη μέχρι που οι Δανοί ξαναεπιτέθηκαν από την Γαλλία το 892. Τελικά ηγήθηκε της νίκης επ' αυτών το 896-897.

Ο Offa και ο Alfred ήσαν - δικαιωματικά - νομοθέτες και λόγιοι, Χριστιανοί Βασιλείς που έχτισαν ένα εκπαιδευτικό σύστημα και που γενικά ενθάρρυναν την μάθηση και την επέκταση της Εκκλησίας.

Η Ορθοδοξία της Εκκλησίας στις Βρετανικές Νήσους έπαυσε, με την εισαγωγή παπικών επισκόπων μετά από την Μάχη στο Hastings τον Οκτώβριο του 1066, όπου ο Νορμανδός Δούκας William, χρηματοδοτημένος από τον σχισματικό πλέον Παπισμό, εισέβαλλε στην Βρετανία

Friday, 30 April 2010

Saint Comgall,ᾑγούμενος.






Άγιος Comgall, Ηγούμενος 8,000 Μοναχών στο Bangor Ιρλανδίας († 603)







Ἦτο υἱός στρατιώτου,προοριζόμενος και ὁ Ἱδιος ὑπό του πατρός του διά τό επάγγελμα τοῦτο ,το ὁποῖον πιθανῶς ἠκολούθησεν ἐπὶ βραχύ διάστημα.Ἐσπούδασεν εἰς τήν σχολήν τοῦ ἁγίου Finian και ἐξῆλθεν ἀπό τό φυτώριον ἐκεῖνο τῆς ἁγιότητος λίαν κατηρτισμένος.Ἵδρυσε τήν περίφημον μονήν τοῦ Bangor ,ᾑ ὁποία ὑπήρξεν ἡ πολυπληθεστέρα καί ἐνδοξοτέρα τῇς Ἰρλανδίας ὃπως καί ᾑ συνώνυμος μονή τῇς Βορείου Οὐαλίας ὑπήρξεν ᾑ σπουδαιοτέρα τῶν ᾀρχαίων Βρεταννῶν.Λέγεται ὅτι ἐπι τῶν ἡμερῶν του ἐγκατεβίουν εἰς τήν μονήν τοῦ Bangor περί τάς 3.000 μοναχῶν.
Ἐφήρμοσε τούς μοναχικούς κανόνας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου,ὅπως καί πολλοί ἂλλοι ἱδρυταί μονῷν,οἵτινες ἀπέβλεπον ὡς πρός πρότυπα εἰς τούς ᾀνατολικούς μοναχούς.Οἱ κανονισμοί οὗτοι μετεφέρθησαν διά τῶν μαθητῷν τοῦ ἁγίου Κολουμπάνου,εἰς Βρεττάνην,Γαλλίαν,Γερμανίαν καί Ἰταλίαν.Πολλοί ἐκ τῶν μαθητῶν τοῦ Gomgall προήχθησαν εἰς ἐπισκοπους και ᾑγουμένους καί συγκαταλέγονται μετά τῶν ἁγίων.Ἐκ τῇς μονῆς του,ἡ ὁποία κατεστράφη ὑπο τῶν Δανῶν τό 823,προέρχεται τό περίφημον: Antiphonary of Bangor κείμενον εἰς τήν ᾈμβροσιανήν βιβλιοθήκην του Μιλάνου.Τοῦτο εἶναι ἓνα σπάνιον σύγγραμμα ἐκ τοῦ οποίου ᾀντλοῦμεν πληροφορίας περί τῇς λειτουργικῇς πράξεως τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἱς τάς Βρεττανικάς Νήσους.ᾈπέθανε το 602 κάι τιμᾷται τήν 10ην Μαῒου.



Saint Comgall, an early Irish saint, was the founder and abbot of the great Irish monastery at Bangor (located in present day Northern Ireland), who flourished in the sixth century.

Life
The year of his birth is uncertain, but according to the testimony of the Irish annals it must be placed between 510 and 520; his death is said to have occurred in 602 (Annals of Tigernach and Chronicon Scotorum), or 597 (Annals of Innisfallen). He was born in Dál nAraidi (Dalaradia) in Ulster near the place now known as Magheramorne in the present County Antrim.

He seems to have served first as a soldier, and on his release from military service he is said to have studied at Clonard with St. Finnian, and at Clonmacnoise with St. Ciaran, who died in 549. We next find him in Ulster in an island on Lough Erne accompanied by a few friends following a very severe form of monastic life. He intended to go to Britain, but was dissuaded from this step by Lugidius, the bishop who ordained him, at whose advice he remained in Ireland and set himself to spread the monastic life throughout the country. The most famous of the Comgall is Bangor, situated in the present County Down, on the Southern shore of Belfast Lough and directly opposite to Carrickfergus. According to the Irish annals Bangor was founded not later than 552, though Ussher and most of the later writers on the subject assign the foundation to the year 555. According to Adamnan's "Life of Columba", there was a very close connection between Comgall and Columba though there does not appear to be sufficient authority for stating that Comgall was the disciple of Columba in any strict sense. He is said to have been the friend of St. Brendan, St. Cormac, St. Cainnech, and Finnian of Moville. After intense suffering he received the Eucharist from St. Fiacre and expired in the monastery at Bangor.

Role
Comgall belonged to what is known as the Second Order of Irish Saints. These flourished in the Irish Church during the sixth century. They were for the most part educated in Britain, or received their training from those who had grown up under the influence of the British Schools. They were the founders of the great Irish monastic schools, and contributed much to the spread of monasticism in the Irish Church. It is an interesting question how far Comgall, or men like him, had advanced in their establishments at Bangor and elsewhere in introducing the last stages of monasticism then developed on the Continent by St. Benedict. In other words, did St. Congall give his monks at Bangor a strict monastic rule resembling the Rule of St. Benedict? There has come down to us a Rule of St. Comgall in Irish, but the evidence would not warrant us in saying that as it stands at present it could be attributed to him. The fact, however, that Columbanus, a disciple of Comgall and himself a monk of Bangor, drew up for his Continental monasteries a "Regula Monachorum" would lead us to believe that there had been a similar organization in Bangor in his time. This, however, is not conclusive, since Columbanus might have derived inspiration from the Benedictine Rule then widely spread over South-Western Europe.

St. Comgall is mentioned in the "Life of Columbanus" by Jonas, as the superior of Bangor, under whom St. Columbanus had studied. He is also mentioned under 10 May, his feast-day in the "Felire" of Óengus the Culdee published by Whitley Stokes for the Henry Bradshaw Society (2nd ed.), and his name is commemorated in the Stowe Missal (MacCarthy), and in the Martyrology of Tallaght.